THE BIG NOWHERE

ένα σημειωματάριο

Sunday, March 26, 2006

Baby, did you forget to take your meds?

Μπαίνω βράδυ σ' ένα μπαρ. Πολυέλαιοι κρέμονται από το ταβάνι, χαλιά από την γκαλερί Mirarakis απλώνονται στο πάτωμα. Αδιάφορες φάτσες περιφέρονται, άντρες οι περισσότεροι, κοιλιές, αρχές φαλάκρας, μπλέηζερ σακάκια. Ο DJ παίζει Archive κι αυτοί νομίζεις οτι σιγομουρμουρίζουνε Πέγκυ Ζήνα, κατεβάζοντας Johnnie μαύρα και μασουλώντας ξηρούς καρπούς, καροτάκια κι αγγουράκια, καναπεδάκια και ψητές πατάτες ( αλήθεια το λέω, τα περιλαμβάνει όλα αυτά το μενού ). Και κοιτάνε, κοιτάνε επίμονα , τα πάντα πάνω μου, λες και δεν έχουνε ξαναδεί έναν άνθρωπο να κάθεται μόνος του για να πιεί ένα ποτό. Τι τους φαίνεται περίεργο; Η δική μου μοναξιά ή η δική τους; Τι θέλουν από μένα; Φεύγω. Θα βγω στο δρόμο και θα πάρω ένα λεωφορείο για το κέντρο της πόλης. Θα είναι καλοκαίρι και όλα τα παράθυρα θα είναι ανοιχτά, θα φυσάει ζεστός αέρας μέσα, θα είμαι ο μόνος επιβάτης και κανείς δεν θα με κοιτάει. Θα κατέβω, θα βρω τους φίλους μου και δεν θα ξανασκεφτώ........

Thursday, March 23, 2006

Εύθυμο Ιντερλούδιο

Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Μάλλον αυτό τα κάνει πιο ενδιαφέροντα......ή όχι;

ΠΡΙΝ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ 5

Πριν μια βδομάδα η Νίκη είδε έναν εφιάλτη. Ξύπνησε στη μέση της νύχτας, ολομόναχη σε μια σκηνή. Το στομάχι της ήταν ανακατεμένο από τον τρόμο. Η φίλη της που ήταν μαζί στο κάμπινγκ είχε πάει στην παραλία να χαζέψει την πανσέληνο. Η Νίκη ανασηκώθηκε, έβγαλε μια κραυγή που χάθηκε μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας και ξανάπεσε πίσω. Μέσα από τη σίτα της σκηνής το μόνο που μπορούσε να δει ήταν οι λεύκες που κουνιόταν απαλά στο βραδινό αεράκι. Κάρφωσε το βλέμμα της σε μια από αυτές και σιγά σιγά ξανακοιμήθηκε. Το πρωί αισθανόταν χάλια. Δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς το γιατί αλλά ήταν σίγουρη πως είχε να κάνει με τους βραδινούς εφιάλτες της. Το χειρότερο απ’όλα ήταν ότι ούτε καν θυμόταν τι είχε δει. Συνήθως θυμόταν τα όνειρά της κι αυτό την βοηθούσε. Καθώς ήταν ένας πολύ λογικός άνθρωπος που είχε διαβάσει την ‘Ερμηνεία των ονείρων’ του Φρουντ προσπαθούσε πάντα να εξηγήσει γιατί είχε δει αυτό που είδε.
Τώρα μην ξέροντας καν τι ήταν αυτό, αισθανόταν κάτι πολύ απειλητικό να την τριγυρνά.
Όλη τη μέρα αντάλλαξε ελάχιστες κουβέντες με τους υπόλοιπους της παρέας της. Κάτι την έκανε να νιώθει συνέχεια κουρασμένη και άδεια από ενέργεια. Η ζέστη τη ζάλιζε, ο κόσμος την σύγχυζε και οι σκιές του μεσημεριού την τρομάζανε. Οι άλλοι νομίσανε ότι την είχε χτυπήσει ο ήλιος και δεν έκανε τον κόπο να εξηγήσει σε κανέναν τι ακριβώς της είχε συμβεί. Καθώς το βράδυ έπεφτε, ήθελε να φύγει τρέχοντας. Περισσότερο λοιπόν για να μη μείνει μόνη, πήγε με τους υπόλοιπους να κάτσουνε στην αμμουδιά και να χαζέψουν αυτή τη φορά τα αστέρια .
Κάποια στιγμή ένιωσε πολύ κουρασμένη. Σηκώθηκε , είπε στους άλλους ότι θα πήγαινε για ύπνο και ξεκίνησε να πάει στη σκηνή της.
Περπατώντας στους δρόμους του κατάμεστου κάμπινγκ, αισθανόταν πιο τρομαγμένη από ποτέ. Οι ψίθυροι την έκαναν να ανατριχιάζει, ο αέρας την έκανε να γυρνά για να δει πίσω από την πλάτη της και τα ροχαλητά των κοιμισμένων την έκαναν να αναπηδά ταραγμένη.
Όταν έφτασε στη σκηνή της χώθηκε μέσα κι άναψε τον φακό της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξετύλιξε τον υπνόσακό της. Παρά τον φόβο της αισθανόταν εξαντλημένη. Το να είσαι συνεχώς τρομαγμένος δεν είναι κι εύκολη δουλειά. Έτσι την πήρε σχετικά γρήγορα ο ύπνος.
Αυτό που την ξύπνησε αργότερα, δεν κατάλαβε ακριβώς τι ήταν. Πάντως όνειρο δεν ήταν. Είχε όμως μια περίεργη αίσθηση ότι κάποιος την φώναζε. Για μερικά δευτερόλεπτα αφού είχε ξυπνήσει έμεινε ακίνητη κοιτώντας πάλι τη σίτα της σκηνής.
Κανείς από την παρέα της δεν φαινόταν έξω. Έβλεπε πάλι μόνο τις λεύκες να σείονται.
Μετά έχοντας μια ξαφνική παρόρμηση σύρθηκε έξω από τον υπνόσακο και ανοίγοντας τη σίτα, κοίταξε έξω. Στην αρχή δεν είδε τίποτα. Το κάμπινγκ ήταν πια απόλυτα ήρεμο και κοιμισμένο. Ακόμα και οι ψίθυροι από τις διάφορες παρέες είχαν σταματήσει. Ούτε κανείς από του φίλους της φαινόταν, μάλλον θα τους είχε πάρει ο ύπνος στην παραλία.
Μετά όμως διέκρινε κάτι στο βάθος, προς τις τουαλέτες. Οι τουαλέτες του κάμπινγκ ήταν μεγάλα κτίσματα που γύρω-γύρω είχαν παράθυρα μονίμως ανοιχτά. Σ’ ένα από αυτά τα παράθυρα, είδε κι η Νίκη κάτι. Γύρω από το παράθυρο έλαμπε ένα έντονο πορτοκαλί φως- πράγμα περίεργο γιατί στο κάμπινγκ δεν είχανε πορτοκαλί φώτα-και μέσα από το παράθυρο μια γαλάζια μορφή φαινόταν σαν να τη χαιρετάει. Κι η Νίκη είχε την απόκοσμη εντύπωση ότι αυτή η γαλάζια μορφή ήταν που φώναζε το όνομά της. Το πλάσμα ή οτιδήποτε ήταν αυτό που της έγνεφε, σείονταν με αργές κινήσεις και ήταν τόσο όμορφο σαν να κολυμπούσε μέσα σε μια πορτοκαλί θάλασσα. Η φωνή του έρχονταν κατά κύματα μέσα στη βραδινή ησυχία. Η Νίκη δεν μπορούσε να αντισταθεί στο άκουσμά της. Σύρθηκε έξω από τη σκηνή, σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος της φιγούρας. Όσο προχωρούσε συνέχιζε ν’ακούει το όνομά της σαν να το’ παιρναν οι λεύκες και να της το φέρνανε με τον αέρα. Δεν αισθανόταν φόβο. Στην πραγματικότητα δεν αισθανόταν τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή πέρα από μια αβάσταχτη έλξη να φτάσει το άγνωστο πλάσμα, να το αγγίξει, να καταλάβει γιατί της φαινόταν το πιο όμορφο πράγμα που είχε δει στη ζωή της. Τρέμοντας από ανυπομονησία διέσχισε τα λίγα μέτρα που χωρίζανε τη σκηνή από τις τουαλέτες και φτάνοντας, σήκωσε τα μάτια της στο παράθυρο.

ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΧΗ
Μόλις σήκωσε τα μάτια της, το πορτοκαλί φως χύθηκε και την έλουσε ολόκληρη. Η γαλάζια φιγούρα μεγάλωσε και απλώθηκε σαν χρώμα που του έριξαν νερό. Έσκυψε πάνω από τη Νίκη και την αγκάλιασε. Τώρα έβλεπε τα πάντα μέσα από ένα πορτοκαλί πέπλο, ελαφρά παραμορφωμένα. Τα δέντρα γύρω της άλλαξαν σχήμα και χρώμα, ο αέρας έγινε πιο πυκνός. Οι σκηνές, οι τέντες, τα τροχόσπιτα, έχασαν το σχήμα τους και γίνανε αόριστα σχήματα που πλέανε σε μια θάλασσα με τρομακτικό χρώμα. Τίποτα γύρω της δεν είχε πια συγκεκριμένο όγκο, τα πάντα αλλάζανε συνεχώς και ρέανε, περνούσαν από δίπλα της σαν μια παρέλαση φαντασμάτων, φεύγανε και ξανάρχονταν. Μπορούσε ν’ απλώσει το χέρι της και να τα’ αγγίξει και πάλι δεν έπιανε τίποτα λες και τα πάντα είχανε εξαϋλωθεί και είχανε περάσει σ’ έναν κόσμο χωρίς όρια, χωρίς βαρύτητα, χωρίς ουσία.
Η γαλάζια φιγούρα γουργούρισε άλλη μια φορά το όνομά της και την έσπρωξε απαλά μπροστά. Υπακούοντας στην προτροπή της η Νίκη κολύμπησε μέσα στον νυχτερινό αέρα μέχρι τη σκηνή της, γλίστρησε μέσα, κοιμήθηκε αιωρούμενη και δεν ξαναφοβήθηκε ποτέ στη ζωή της.
Το επόμενο πρωί, οι φίλοι της φάγανε όλο το κάμπινγκ αλλά τη Νίκη δεν μπόρεσαν να τη βρουν πουθενά. Το μόνο περίεργο ήταν ότι όταν άνοιξαν τη σκηνή της ένα πορτοκαλί φως ξεχύθηκε, τους τύφλωσε για μια στιγμή και εξαφανίστηκε.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΧΗ

Μόλις σήκωσε τα μάτια της, το πορτοκαλί φως χύθηκε και την έλουσε ολόκληρη. Η γαλάζια φιγούρα μεγάλωσε κι απλώθηκε σαν χρώμα που του έριξαν νερό. Έσκυψε πάνω απ’ τη Νίκη κι άνοιξε τα μάτια της, τρεις μεγάλους γκρίζους κύκλους που την κοιτούσαν με καλοσύνη. Μια γραμμή σχηματίστηκε στο κάτω μέρος του προσώπου της , σαν χαμόγελο. Και μετά έβγαλε δόντια. Άνοιξε κάτι σαν στόμα και φανέρωσε μια σειρά δόντια σαν στιλέτα, μακριά και κοφτερά, εντελώς δυσανάλογα με το μέγεθός της. Ο τρόμος του προηγούμενου εφιάλτη πλημμύρισε τη Νίκη που προσπάθησε να ξεφύγει αλλά ήταν πια παγιδευμένη σε μια πορτοκαλί ομίχλη που πύκνωνε συνεχώς. Τώρα το ονειρικό στοιχείο της υπόθεσης είχε εξαφανιστεί κι ο εφιάλτης έγινε πραγματικότητα μπροστά της. Τώρα θυμόταν πεντακάθαρα τι είχε δει στον ύπνο της-ότι ζούσε εκείνη τη στιγμή. Η αναπνοή της κοβόταν από τον φόβο και την πυκνή ομίχλη. Η φιγούρα που είχε μεταμορφωθεί πια σε απειλητικό τέρας έσκυβε πάνω της την αγκάλιαζε και μετά την έσπρωχνε ελαφρά σαν να έπαιζε μαζί της ένα φριχτό παιχνίδι. Για πόση ώρα συνεχίστηκε αυτό η Νίκη δεν μπορούσε να ξέρει. Είχε φτάσει να αισθάνεται σαν μύγα πιασμένη σε ιστό αράχνης και να εύχεται να γίνει κάτι-οτιδήποτε για να τελειώνει. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλα αυτά συνέβαιναν. Κάποια στιγμή το πλάσμα μάλλον βαρέθηκε το παιχνίδι, αποτραβήχτηκε λίγο και παίρνοντας φόρα όρμησε στην πανικόβλητη Νίκη, την τύλιξε ολόκληρη και άρχισε να την ξεσκίζει με τα δόντια-στιλέτα. Όταν τελείωσε, πέταξε λίγο πιο πέρα ότι είχε απομείνει και άρχισε ν’ απλώνεται σιγά-σιγά ώσπου δεν έμεινε τίποτα άλλο πέρα από μια ελαφριά πάχνη γύρω απ’ τις τουαλέτες που με το ξημέρωμα έγινε εντελώς αόρατη.
Λίγο μετά ο κύριος Βέρνερ Κόπκε, κάτοικος Μονάχου, που ξυπνούσε απ’ τ αξημέρωτα, πηγαίνοντας να κάνει την πρωινή του τουαλέτα, είδε τα απομεινάρια της Νίκης, γύρισε απ’ την άλλη, ξέρασε και πάτησε τις φωνές.
Για τρεις μέρες που η αστυνομία είχε αποκλείσει το κάμπινγκ, οι κατασκηνωτές ζούσανε μέσα στον τρόμο. Κάθε βράδυ περιπολίες γυρνούσανε τα δρομάκια και βλέπανε παντού φώτα αναμμένα και φοβισμένους ανθρώπους να κάθονται όλοι έξω και να συζητάνε για τον μανιακό του κάμπινγκ. Από μία άποψη είχαν έρθει όλοι πιο κοντά. Μετά αναγκάστηκαν να ανοίξουν ξανά τις πόρτες. Δεν βρήκανε ποτέ τίποτα.

ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΧΗ

Μόλις σήκωσε τα μάτια της, το πορτοκαλί φως χύθηκε και την έλουσε ολόκληρη. Η γαλάζια φιγούρα μεγάλωσε κι απλώθηκε σαν χρώμα που του έριξαν νερό. Η Νίκη έμεινε να κοιτά μαγεμένη την απίστευτη συμμετρία της και την χάρη των κινήσεών της στο χώρο. Ήταν σαν να χόρευε κάτι που κανείς δεν μπορούσε να συλλάβει. Η φιγούρα έσκυψε πάνω απ’ τη Νίκη και άνοιξε τα μάτια της, τρεις μεγάλους γκρίζους κύκλους που την κοιτούσαν με καλοσύνη. Μια γραμμή σχηματίστηκε στο κάτω μέρος του προσώπου της, σαν χαμόγελο. Η φιγούρα ανασηκώθηκε κι έγινε τεράστια, γέμισε όλο το κτίριο που ήταν οι τουαλέτες με πορτοκαλί και γαλάζια σύννεφα. Παράσυρε τη μαγεμένη Νίκη κι άρχισε να χορεύει μαζί της. Κι όσο χορεύανε όλη η άχρηστη και μίζερη ζωή της περνούσε μπροστά από τα μάτια της και εξαφανιζόταν στους χρωματιστούς καπνούς του πλάσματος. Σαν κάποιος να την άδειαζε από κάθε τι κακό και ανόητο, η Νίκη αισθανόταν να ελευθερώνεται, γέμιζε δύναμη κι ενέργεια. Οι άγνωστοι εφιάλτες της δεν είχανε πια καμιά σημασία γιατί η ίδια ήταν αυτή που τους έφτιαχνε. Άρχισε να γελάει ανακουφισμένη και συνέχισε να στροβιλίζεται, λίγα μόλις εκατοστά κάτω από το ταβάνι μέχρι που έχασε κάθε αίσθηση του χώρου και του χρόνου.
Ξύπνησε πάνω που είχε αρχίσει να χαράζει. Βρισκόταν μπροστά στο ένα από τα τρία ντους, πεσμένη στο πάτωμα. Ήταν μούσκεμα και κρύωνε και η ντουζιέρα μπροστά της ανοιγμένη στο τέρμα κόντευε να πλημμυρίσει τα πάντα. Πριν καταλάβει τι ακριβώς γινότανε, ένας άντρας με σορτσάκι και σαγιονάρες όρμησε μέσα, φωνάζοντας κάτι ακατάληπτο σε μια ξένη γλώσσα, έκλεισε τη ντουζιέρα και άρχισε να τραντάζει τη Νίκη προσπαθώντας να τη συνεφέρει. Τρέμοντας απ’ το κρύο και την απογοήτευση που επέστρεψε πάλι στα δικά μας, η Νίκη άρχισε να κλαίει, προκαλώντας την πλήρη σύγχυση του κυρίου Κόπκε που έτσι κι αλλιώς δεν καταλάβαινε τίποτα.
Μετά το επεισοδιακό αυτό τριήμερο στο κάμπινγκ οι φίλοι της Νίκης της συστήσανε να πάει να δει μια πολύ καλή ψυχολόγο, για να ξεπεράσει τα προβλήματα υπνοβασίας.

Saturday, March 18, 2006

ΠΡΙΝ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ 4

Πριν μια βδομάδα η Ελένη άρχισε να παίρνει κάτι περίεργα τηλεφωνήματα.
Τουλάχιστον τρεις φορές τη μέρα, κάποιος-διαφορετικός κάθε φορά, τηλεφωνούσε και ζητούσε να μιλήσει με την κυρία Ευρυδίκη Λαμπίρη. Το όνομα της ήταν παντελώς άγνωστο. Το περίεργο ήταν ότι όταν τους έλεγε ότι δεν υπάρχει Ευρυδίκη Λαμπίρη έπεφτε παύση, λες και τους έλεγε κάτι αδύνατο.
Τρεις μέρες μετά επειδή τα νεύρα της Ελένης κοντεύανε να σπάσουν με τις συνεχείς τηλεφωνικές επιθέσεις που δεχόταν, προσπάθησε να λύσει το μυστήριο.
Πήγε στον ΟΤΕ, αλλά άκρη δεν έβγαλε. Ρώτησε αυτούς που τηλεφωνούσαν που είχαν βρει το τηλέφωνο και όλοι της έλεγαν ότι ανήκει στην Ευρυδίκη Λαμπίρη. Μη μπορώντας να καταλάβει τι έτρεχε, πήγε στον πρώτο όροφο να ρωτήσει τη διαχειρίστρια, μήπως ήξερε τίποτα. Αυτό που έμαθε η Ελένη, την άφησε άφωνη. Η κυρία Ευρυδίκη Λαμπίρη
ήταν πραγματικά ένοικος του σπιτιού που έμενε εκείνη, αλλά η μόνη κατοικία που θα μπορούσε να έχει μετακομίσει τώρα ήταν η τελευταία μια και είχε περίπου τρία χρόνια που πέθανε.
Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να έχει τρία χρόνια νεκρός και να μην το ξέρει κανείς;
Απ’ ότι έδειχναν τα τηλέφωνα η κυρία Λαμπίρη είχε έναν όχι και τόσο ευκαταφρόνητο κύκλο γνωστών, φίλων ή ακόμα και συγγενών. Πως μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Σοκαρισμένη και προβληματισμένη η Ελένη δεν είπε τίποτα στην διαχειρίστρια και ανέβηκε στο πρώην διαμέρισμα της Ευρυδίκης Λαμπίρη. Κάθισε στον καναπέ και βυθίστηκε στις σκέψεις. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο τινάχτηκε πάνω τρομαγμένη. Έμεινε να κοιτά τη συσκευή χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Μετά προχώρησε και σήκωσε το ακουστικό. Η ευγενική φωνή μιας ηλικιωμένης κυρίας από την άλλη άκρη ζήτησε φυσικά την κυρία Ευρυδίκη Λαμπίρη. Παίρνοντας βαθιά αναπνοή , η Ελένη, το ίδιο ευγενικά την πληροφόρησε ότι η κυρία Λαμπίρη δυστυχώς δεν βρισκότανε πια στη ζωή-σ’αυτήν τουλάχιστον. Και τότε κάτι αναπάντεχο συνέβη. Η ηλικιωμένη κυρία, μετά από σύντομη παύση, άρχισε να γελάει υστερικά. Η Ελένη πάγωσε απ’ τον τρόμο. Το ακουστικό ξέφυγε απ’ το χέρι της, έπεσε στο πάτωμα και το γέλιο εξακολουθούσε ν’ ακούγεται. Το σήκωσε και το βρόντηξε με μανία στη συσκευή.
Μετά την πρώτη ψυχρολουσία προσπάθησε να σκεφτεί λογικά. Κάποιος πρέπει να της έκανε φάρσα. Οι φίλοι της αποκλείεται να ήταν, θα αναγνώριζε τις φωνές τους. Η πολυκατοικία που έμενε, σε μια ήσυχη περιοχή της πόλης κατοικούνταν κυρίως από ηλικιωμένους. Μήπως οι παππούδες, δουλειά δεν είχανε όλη μέρα, βρήκανε τρόπο να περνάνε την ώρα τους; Μήπως θέλανε να την διώξουνε από το σπίτι εξαιτίας του πάρτι που έκανε μόλις μπήκε όπου ένας μεθυσμένος άγνωστος ξέρασε στο μπαλκόνι από κάτω; Μήπως τελικά η κυρία Ευρυδίκη Λαμπίρη δεν ήταν νεκρή και έκανε πλάκα στον κόσμο γύρω της; Αλλά τι σχέση είχε η Ελένη; Το σπίτι της έφαγε; Ανίκανη να καταλάβει τι έτρεχε, έμεινε για πολύ ώρα στον καναπέ , με διάφορες παράλογες σκέψεις να περνάνε από το μυαλό της, ώσπου πήρε να σκοτεινιάζει.
Το σκοτάδι έπεφτε γύρω της βαρύ. Άλλες μέρες την χαιρότανε αυτή την ώρα που βράδιαζε κι αυτή βρισκόταν στο δικό της σπίτι επιτέλους, να κάθεται στον καινούριο της καναπέ και να βλέπει τον δρόμο με τις ακακίες έξω. Εκείνη τη μέρα όμως τα νέα για την Ευρυδίκη Λαμπίρη και κυρίως εκείνο το ανατριχιαστικό τηλεφώνημα, την είχανε κάνει να τινάζεται στον οποιονδήποτε ήχο άκουγε ή στην κάθε σκιά του βραδιού που κινούνταν.
Καθώς το σκοτάδι πήχτωνε, σηκώθηκε μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό και πάτησε το διακόπτη της λάμπας. Το φως που χύθηκε, φανέρωσε κάποιον που στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας της κουζίνας. Για την ακρίβεια ήταν κάποια, μια γκρίζα φιγούρα που στεκόταν μισοκρυμμένη στις σκιές του διαδρόμου. Η Ελένη ένιωσε μία-μία τις τρίχες της να σηκώνονται. Η γυναίκα που την κοιτούσε με ένα κακό και μοχθηρό ύφος, πρέπει να ήταν γύρω στα 70. Ντυμένη στα γκρίζα, στεκόταν ακίνητη, με το βλέμμα καρφωμένο στην Ελένη και τα μάτια της ήταν κατάμαυρα, χωρίς τίποτα το ανθρώπινο. Στα πόδια της δίπλα στεκόταν κάτι ανάμεσα σε γάτα και ποντίκι-ένα καφέ τσιουάουα που την κοιτούσε με περιέργεια αλλά χωρίς καμία κακία. Το σκυλάκι άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε έναν σιγανό, μακρόσυρτο ήχο σαν κλάμα. Η Ελένη σήκωσε τα μάτια της στη γυναίκα. Άνοιξε κι εκείνη το στόμα της κι άρχισε να μιλάει, αλλά τίποτα δεν ακούστηκε. Το στόμα της ανοιγόκλεινε με θυμό και παράνοια σαν κάτι τρελούς επιστήμονες σε βουβές ταινίες.
Αν δεν υπήρχε τόση φρίκη στην όψη της, η Ελένη θα είχε σκάσει στα γέλια. Η γυναίκα συνέχιζε να μιλάει άφωνα κι άρχισε να κινείται προς το μέρος της ενώ το τσιουάουα έμεινε ακίνητο εξακολουθώντας να βγάζει αυτόν τον σιγανό παραπονεμένο ήχο.
Σαν να ξύπνησε απότομα η Ελένη, άρχισε να οπισθοχωρεί βιαστικά για να αποφύγει το φάντασμα που κινούνταν απειλητικά προς τα πάνω της. Γυρνώντας προς την εξώπορτα είδε ότι είχε εξαφανιστεί. Στη θέση της απλώνονταν μόνο ο άσπρος τοίχος του σαλονιού.
Με μια ματιά είδε ότι όλες οι πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού της είχαν αντικατασταθεί από τοίχο. Βρισκόταν κλεισμένη σ’ένα κουτί με το φάντασμα μιας τρελής γυναίκας να έρχεται κατά πάνω της. Τότε ξαφνικά όλα τα φώτα σβήσανε. Η Ελένη άρχισε να ουρλιάζει, περιμένοντας το κακό να πέσει επάνω της και συνέχισε να ουρλιάζει κι εκείνη δεν ήξερε για πόση ώρα, μέχρι που άκουσε δυνατά χτυπήματα στην μέχρι πριν λίγο εξαφανισμένη πόρτα της. Τρέμοντας από τρόμο και ελπίδα η Ελένη σύρθηκε μέχρι τον πλησιέστερο διακόπτη και τον πάτησε άγρια, περιμένοντας να δει τέρατα μπροστά της.
Το μόνο που είδε ήταν το καθιστικό της ακριβώς όπως ήταν πριν την επίσκεψη της γηραιάς κυρίας. Τα παράθυρα και οι πόρτες ήταν όλες στη θέση τους και η εξώπορτά της τώρα χτυπούσε δυνατά .και κάποιος φώναζε το όνομά της. Κλαίγοντας από τα νεύρα και το σοκ που μόλις είχε περάσει, κατάφερε να φτάσει μέχρι εκεί και ν’ ανοίξει την πόρτα. Μπροστά της είδε την διαχειρίστρια που την ρωτούσε ανήσυχη αν ήταν καλά.
Τι εξήγηση μπορείς να δώσεις; Όταν συμβαίνει κάτι έξω απ’ την πραγματικότητά μας και τα στενά μας πλαίσια, συνήθως αρνούμαστε να το παραδεχτούμε. Ξέροντας ότι κανείς δεν θα την πίστευε, η Ελένη αναγκάστηκε να καταφύγει στην ύστατη λύση : το ψέμα. Έτσι λοιπόν είπε πως νόμισε ότι είδε κάποιον κι ότι εκείνη τη στιγμή σβήσανε τα φώτα και πανικοβλήθηκε. Ακόμα και τότε όμως, αισθανόταν την απειλητική παρουσία γύρω της.
Ακόμα κι όταν ανέβηκε ο άντρας της διαχειρίστριας και ψάξανε το διαμέρισμα σπιθαμή προς σπιθαμή είχε την εντύπωση ότι αν γυρνούσε πίσω της θα έβλεπε το αφύσικο δίδυμο της κυρίας με το σκυλάκι.
Το βράδυ είχε πέσει πια για τα καλά ‘όταν όλοι φύγανε από το σπίτι της. Κι η Ελένη έμεινε μόνη με τον τρόμο της. Μη μπορώντας να μείνει άλλο στο στοιχειωμένο σπίτι της και όντας σίγουρη ότι όλα αυτά που είχε δει δεν ήταν όνειρο, άρχισε να μαζεύει τα ρούχα της, με σκοπό να πάει να μείνει οπουδήποτε αλλού το βράδυ.
Η προοπτική της φυγής από το καταραμένο μέρος την καθησύχασε κάπως. Ετοίμασε την τσάντα της και πήγε προς το τηλέφωνο να πάρει μια φίλη της. Μόλις σήκωσε το ακουστικό πριν ακόμα προλάβει να πάρει το νούμερο, το ίδιο σατανικό γέλιο που είχε ακούσει νωρίτερα, ξεχύθηκε και την πάγωσε. Το μικροτηλέφωνο έπεσε για άλλη μια φορά από τα χέρια της. Σχεδόν κλαίγοντας από τα νεύρα και την αγωνία της, η Ελένη όρμησε τρέχοντας να πάρει την τσάντα της και να εξαφανιστεί από το κωλόσπιτο. Και τότε τα φώτα σβήσανε για άλλη μια φορά Το σκοτάδι γέμισε ψιθύρους. Το σπίτι άρχισε να χορεύει γύρω της. Σαν να βρισκόταν σ’ ένα καλειδοσκόπιο που κάποιος το γυρνούσε, οι τοίχοι στριφογύριζαν, φέρνοντάς της ίλιγγο. Το σπίτι της την είχε παγιδεύσει σ’ έναν κλοιό που ολοένα και στένευε. Άρχισε να τσιρίζει όσο πιο δυνατά μπορούσε αλλά ήξερε πια καλά ότι αυτή τη φορά κανείς δεν θα’ ρχότανε. Τότε το σκοτάδι άρχισε να βγάζει μικρές λάμψεις. Ήταν λες και οι τοίχοι μέσα στο φρενιασμένο στριφογύρισμά τους, πετούσαν σπίθες. Η Ελένη σταμάτησε να τσιρίζει μόλις μια από αυτές τις λάμψεις ξέφυγε από την τροχιά της και της έδωσε μια κατακέφαλα. Έπεσε με δύναμη κατά πίσω, ζαλισμένη. Η φωτιά δεν την είχε κάψει καθόλου κι αυτό της φάνηκε εξαιρετικά περίεργο.
Της ερχόταν να ξεράσει από το διαρκές στροβίλισμα του σπιτιού και δεν μπορούσε πια να διακρίνει τίποτα πέρα από μια θολούρα από τοίχους, έπιπλα και σπίθες που γύριζε δαιμονισμένα. Και μέσα από αυτόν τον ανεμοστρόβιλο ξεπήδησε σαν άγγελος απ’ την κόλαση η Ευρυδίκη Λαμπίρη με τον ακόλουθό της, το καφέ τσιουάουα.
Όλο αυτό το συνοθύλευμα πίσω της, της έδινε μια δαιμονική ομορφιά. Τα γκρίζα της μαλλιά με τον κότσο του κατηχητικού, λάμπανε σαν μέταλλο. Η ρόμπα της ήτανε λουσμένη στις σπίθες κι είχε πάρει μια αυτοκρατορική όψη. Οι παντόφλες της αιωρούνταν μερικά εκατοστά από το πάτωμα και μικρές φλόγες σιγοκαίγανε από κάτω τους. Παρ’ όλ’ αυτά το πρόβλημα ομιλίας παρέμενε. Μόλις η Ευρυδίκη Λαμπίρη άνοιξε το στόμα της βγήκε η απόλυτη σιωπή. Συνεχίζοντας να μιλά σιωπηλά και αιωρούμενη, πλησίασε την πεσμένη Ελένη, την κοίταξε έντονα και χαμογέλασε διαβολικά. Μετά άπλωσε ένα ξερακιανό χέρι , με δέρμα που γυάλιζε σαν του φιδιού κι έπιασε το χέρι της.
Πριν η Ελένη λιποθυμήσει και γλιτώσει από τον τρόμο που την πλημμύριζε, κατάλαβε ότι το φάντασμα κάτι της είχε γλιστρήσει στην παλάμη της και συνειδητοποίησε ότι οι νεκροί δεν είναι παγωμένοι αλλά καίνε.
Όταν ξύπνησε το πρώτο πράγμα που είδε ήταν δυο μεγάλα καστανά μάτια που την κοίταζαν λυπημένα. Το τσιουάουα ήταν δίπλα της και της έγλυφε με πάθος το χέρι αλλά από την κυρία του ούτε ίχνος δεν φαινότανε. Το διαμέρισμά της ήτανε ακριβώς όπως το είχε αφήσει, ενώ ετοιμαζότανε να φύγει. Ούτε φωτιές, ούτε αστραπές, ούτε ιπτάμενες σπίθες. Ησυχία και αναμμένα φώτα παντού και το ακουστικό του τηλεφώνου βαλμένο πάλι πάνω στη συσκευή. Παραδόξως δεν αισθανότανε πια κανένα φόβο. Πήγε να χαϊδέψει το τσιουάουα, που είχε χάσει πια κάθε τι απόκοσμο από πάνω του κι έτσι όπως άνοιξε το σφιγμένο χέρι της ένα χαρτάκι γλίστρησε από μέσα. Τότε θυμήθηκε ότι κάτι της είχε δώσει η Ευρυδίκη Λαμπίρη και το άνοιξε. “ Πρόσεξέ τον. Εγώ δεν μπορώ. Τον λενε Μενέλαο.” έγραφε το σημείωμα. Η Ελένη κοίταξε τον Μενέλαο κι ο Μενέλαος την Ελένη. Της κούνησε την ουρά. Εκείνη τη στιγμή η Ελένη αποφάσισε να τον ξαναβαφτίσει με ένα λιγότερο ηρωικό όνομα . Έτσι κι αλλιώς οι περιπετειώδεις μέρες του μάλλον πέρασαν. Σηκώθηκε νιώθοντας πολύ κουρασμένη, αλλά ξέροντας ότι ποτέ πια δεν θα της ζητούσε κανείς την Ευρυδίκη Λαμπίρη. Σήκωσε το τηλέφωνο και το σήμα του ακουγόταν κανονικά. Έσβησε τα περισσότερα φώτα και ξάπλωσε στον καναπέ με το τσιουάουα αγκαλιά, προσπαθώντας να σκεφτεί ένα όνομα. Έτσι η Ελένη απόκτησε σκύλο.

Friday, March 10, 2006

ΠΡΙΝ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ 3

Πριν μια βδομάδα η Μαρίνα ξύπνησε, φωνάζοντας απ’ τον τρόμο της. Πρώτη φορά της συνέβαινε αυτό. Είχε δει στον ύπνο της ότι ήταν βράδυ, καθόταν στο σπίτι της που δεν ήταν ακριβώς το δικό της και ξαφνικά πρόσεξε ότι έλειπε ο γάτος της. Σχεδόν σίγουρη ότι ο άτιμος ο Τζίνο την είχε κάνει κάποια στιγμή που μπήκε ή βγήκε από το σπίτι, πήγε και άνοιξε την εξώπορτα. Είδε έναν διάδρομο γεμάτο μισάνοιχτες πόρτες και πρόσεξε ότι ο γάτος της ήταν σ’ ένα διαμέρισμα απέναντι , κόβοντας βόλτες ανάμεσα σε δύο ημιπαράλυτες γριές που αδιάφορες για την παρουσία του, έβλεπαν τηλεόραση.
Τον φώναξε αλλά εκείνος δεν της έδωσε σημασία. Οι πόρτες από τα διαμερίσματα κλείσανε όλες ταυτόχρονα μ’ έναν δυνατό θόρυβο, αφήνοντας την μόνη να φωνάζει τον γάτο. Εκείνη τη στιγμή χωρίς να προλάβει να δει από πού, κάποιος έσπρωξε την πόρτα της με δύναμη ρίχνοντας την προς τα πίσω. Ζαλισμένη και τρομαγμένη το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν ότι ο άγνωστος ήταν πολύ ψηλός και φορούσε τζιν. Άνοιξε το στόμα της, άρχισε να ουρλιάζει και τότε ξύπνησε. Πανικόβλητη σηκώθηκε τρέχοντας από τον καναπέ που την είχε πάρει ο ύπνος κι έτρεξε στην εξώπορτα. Διαπίστωσε ότι ήταν κλειστή και κλειδωμένη. Μετά πήγε και στην μπαλκονόπορτα της κουζίνας-το ίδιο. Κάπως πιο ήρεμη, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε το μπουκάλι με το νερό και ήπιε το μισό, πήρε μια βαθιά αναπνοή και κατουρήθηκε πάνω της. Έμεινε άναυδη, ούτε που θυμόταν ποια ήταν η τελευταία φορά που είχε κατουρηθεί, μάλλον χάνονταν στα βάθη της παιδικής της ηλικίας. Αηδιασμένη από τον εαυτό της όρμησε στο μπάνιο, πλύθηκε, καθάρισε το πάτωμα και άρχισε να ψάχνει τις ντουλάπες της χωρίς να ξέρει γιατί. Έψαχνε όμως μανιασμένα, μετακινώντας πράγματα, χωρίς να ενδιαφέρεται μετά να τα βάλει στη θέση τους, μέχρι που το χέρι ης έπιασε ένα πακέτο και κατάλαβε ότι ήταν το σωστό. Νευρικά έσκισε το στρατσόχαρτο κι έβγαλε από μέσα μερικά παιδικά ρούχα. Ήταν τα μόνα παιδικά της ρούχα που είχε κρατήσει γιατί κάτι της θυμίζανε. Όλα τα υπόλοιπα είχανε λιώσει ή χαριστεί. Μεταξύ της καρό σκωτσέζικης φούστας και του πρώτου της μικροσκοπικού τζιν, βρήκε αυτό που έψαχνε, ένα βυσσινί κοτλέ παντελονάκι, που τώρα πια μύριζε λεβάντα.
Όταν η Μαρίνα ήταν 4 χρονών, οι δικοί της την πήγαν στο νηπιαγωγείο. Ήξερε ήδη να διαβάζει απλές λέξεις και μπορούσε να φτιάχνει παζλ των 50 κομματιών. Δεν μπορούσε όμως να βρει πάντα το σωστό χρόνο που έπρεπε να παει στην τουαλέτα. Πολλές φορές τα βράδια έβλεπε το ίδιο όνειρο. Ότι κατουριόταν κι έπρεπε να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Έβλεπε ότι πραγματικά σηκωνόταν κι έφτανε μέχρι την τουαλέτα όπου πήγαινε κανονικά, μόνο που στην πραγματικότητα δεν είχε σηκωθεί ποτέ από το κρεβάτι της και για άλλη μια φορά είχε κάνει μούσκεμα το στρώμα της.
Μια μέρα στο νηπιαγωγείο με τα άλλα μικρά φτιάχνανε κάρτες για τη γιορτή της μητέρας. ‘Ήταν τόσο απορροφημένη από την προσπάθεια που ούτε το κατάλαβε για πότε τα’ κανε πάνω της. Μόνο όταν ένιωσε κάτι ζεστό και υγρό στο παντελόνι της, συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί και πάτησε τις φωνές. Η διευθύντρια του νηπιαγωγείου την πήρε και την πήγε σ’ ένα δωματιάκι με ράφια στους τοίχους. Πολλά από τα ράφια είχανε ρούχα που όπως της εξήγησε η διευθύντρια ήταν γι’ αυτές τις περιπτώσεις.
Την έπλυνε, της φόρεσε ένα καθαρό βρακάκι και το βυσσινί κοτλέ παντελόνι ,που της είπε να το κρατήσει. Και το κράτησε.
Τώρα όμως; Γιατί πάλι τα ίδια; Εκνευρισμένη που δεν μπορούσε να βρει μια απάντηση, άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να περιφέρεται στο σπίτι, προσπαθώντας να εξηγήσει τα ανεξήγητα, μέχρι που χτύπησε η πόρτα. Η Μαρίνα τα’ παιξε, αναπήδησε τρομαγμένη κι αισθάνθηκε πάλι συσπάσεις στην κύστη της. Πήγε ακροπατώντας στην πόρτα, τρέμοντας από το φόβο της και κοίταξε από το ματάκι. Δεν μπόρεσε να δει τίποτα, ήταν σαν να το’ κλεινε ένα χέρι. Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό σημάδι. Αφουγκράστηκε αλλά δεν άκουσε τίποτα απ’ έξω. Αποφάσισε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ανοίξει την κωλόπορτα κι ότι θα περνούσε όλο το βράδυ της εκεί,από πίσω με το τηλέφωνο στο ένα χέρι και το κουζινομάχαιρο στο άλλο. Και μετά η πόρτα άρχισε να τραντάζεται. Σιγά στην αρχή κι όλο και πιο γρήγορα μετά σαν να γινόταν σεισμός. Η Μαρίνα κοίταξε τις λάμπες, ελπίζοντας στην καλή της τύχη. Ακίνητες. Με μια τελευταία δυνατή δόνηση η πόρτα άνοιξε διάπλατα, μαζί με το στόμα της Μαρίνας που το ουρλιαχτό όμως της κόπηκε όταν είδε ότι μπροστά της στεκόταν η διευθύντρια από το νηπιαγωγείο της.
Όταν η Μαρίνα έκλεινε χρόνο στο νηπιαγωγείο, είχε ένα ατύχημα. Μια μέρα που ήταν όλα τα παιδάκια στην αυλή, παίζανε με τη ρόδα. Εκείνη ήταν σ’ αυτούς που τη γυρνούσανε . Έτσι όπως τρέχανε λοιπόν τα παιδιά από κάτω γυρνώντας τη ρόδα για τους προνομιούχους που καθόταν πάνω, η Μαρίνα σκόνταψε κι έπεσε. Με τη φόρα που είχανε πάρει, κανένας δεν πρόλαβε να σταματήσει και πάνω από δέκα έξαλλα πιτσιρίκια πέρασαν από πάνω της, τσαλαπατώντας την. Εκείνη την ώρα που η Μαρίνα έτρωγε χώμα κι αισθανόταν να πνίγεται, το μόνο που θυμάται ήταν το χαμογελαστό πρόσωπο της διευθύντριας καθώς ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος τους.
Το ίδιο πρόσωπο έβλεπε και τώρα, στο κατώφλι της πόρτας, έτοιμη να τα κάνει πάνω της για άλλη μια φορά. Το ίδιο αφύσικα χαμογελαστό, όπως κάθε φορά που το έβλεπε μπροστά της. Χωρίς να πει λέξη το φάντασμα του παρελθόντος προχώρησε προς το μέρος της εμβρόντητης Μαρίνας, στάθηκε μπροστά της, σήκωσε το χέρι και της άστραψε μια σφαλιάρα που την έκανε να δει τον ουρανό σφοντύλι. Η Μαρίνα έπεσε πίσω αναίσθητη.
Όταν συνήλθε, δεν μπορούσε να καταλάβει που βρισκόταν. Γύρω της ήταν όλα σκοτεινά και δεν μπορούσε να διακρίνει σχεδόν τίποτα. Άρχισε να πιστεύει ότι βρισκόταν στη μέση ενός εφιάλτη, ότι δεν είχε ξυπνήσει ακόμα από το όνειρο που έβλεπε με τον ψηλό άγνωστο κι ότι η ανώμαλη η διευθύντρια πρέπει να ήταν μια προέκτασή του στον ύπνο της.
Τα όνειρα είναι συνήθως μια καλή δικαιολογία για ότι μας συμβαίνει στην πραγματικότητα. Δυστυχώς όμως η Μαρίνα δεν είχε πια καμιά δικαιολογία κι αυτό το κατάλαβε όταν η πόρτα άνοιξε και στο σκοτάδι διαγράφηκε η σιλουέτα της καταραμένης της διευθύντριας. Μόνο που δεν ήταν μόνη της, πίσω της στεκόταν μια ψηλόλιγνη δυσδιάκριτη φιγούρα.
Λίγο μετά το ατύχημα με τη ρόδα, ήρθε στο νηπιαγωγείο ο Αλέξης. Ήταν 3 μήνες μεγαλύτερος από τη Μαρίνα, αδύνατος, καστανός, με τεράστια πράσινα μάτια, ήσυχος και πολύ ντροπαλός. Το είδος του παιδιού που όταν το έχεις μαζί σου, σε σταματάνε στο δρόμο για να σου πούνε τι όμορφο και τι γλυκό πλάσμα είναι αυτό. Και όντως ήτανε.
Όλα τα κοριτσάκια πέσανε πάνω του και σκοτωνότανε ποια θα πρωτοκάνει παρέα μαζί του. Μέσα σε μια βδομάδα τον είχανε γεμίσει με σοκοφρέτες, τσιμπιές και φιλάκια, λες και κάνανε προσφορές στον θεό τους. Αλλά ο Αλέξης από όλους , την Μαρίνα προτιμούσε για παρέα κι εκείνη μια που μετά από ενάμιση χρόνο κάνοντας τα ίδια και τα ίδια, είχε σκυλοβαρεθεί, βρήκε καινούριο παιχνίδι. Η αλήθεια είναι ότι, σαν παιδάκι κι αυτή, τον ταλαιπώρησε πολύ τον κακομοίρη. Τον χτυπούσε, τον κορόιδευε μπροστά σε όλους, του έπαιρνε τα πράγματά του και τα πετούσε κι αυτός ο δύστυχος κάθε μέρα που ερχότανε, όλο δίπλα της έτρεχε και την κοιτούσε γεμάτος λατρεία, περιμένοντας στωικά τα καινούρια μαρτύρια που θα τον υπέβαλλε η σκύλα του νηπιαγωγείου.
Η αλήθεια είναι ότι 30 χρόνια μετά την εποχή του νηπιαγωγείου η συμπεριφορά της Μαρίνας απέναντι στους ανθρώπους που την αγαπούσανε, δεν είχε αλλάξει και δραματικά. Μέχρι και ο γάτος της, ο Τζίνο, σκεφτόταν σοβαρά να την φτύσει την ανισόρροπη και να αναζητήσει την τύχη του στους δρόμους.
Γιατί όμως τώρα της συνέβαινε αυτό; Πως εμφανίστηκε η διευθύντρια ξανά μπροστά της και τι δουλειά είχε ο Αλέξης μαζί της; Γιατί η Μαρίνα παρόλο που δεν έβλεπε, ήξερε βαθιά μέσα της ότι αυτός ήταν που στεκόταν στην πόρτα κι ότι αυτός ήτανε στο όνειρό της που την έσπρωξε προς τα πίσω. Η ώρα της εκδίκησης; Ανασηκώθηκε αργά, ζαλισμένη ακόμα από την σφαλιάρα και κοίταξε πρώτα γύρω της και μετά τις δύο ακίνητες και αμίλητες σκιές στην πόρτα. Από το ελάχιστο φως που έμπαινε είδε γύρω της ράφια και ξαφνικά κατάλαβε ότι βρισκόταν στο δωματιάκι του νηπιαγωγείου, εκεί που την είχανε αλλάξει όταν κατουρήθηκε πάνω της. Μόλις το σκέφτηκε αυτό, οι δύο φιγούρες άρχισαν να κινούνται προς το μέρος της. Η Μαρίνα άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Έτσι κι αλλιώς τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να είναι πραγματικό. Η μονοκατοικία που στεγάζονταν το νηπιαγωγείο είχε κατεδαφιστεί καμιά εικοσαριά χρόνια πριν κι ενώ ο Αλέξης έδειχνε μάλλον στην πραγματική ηλικία που έπρεπε να είναι τώρα, η διευθύντρια έμοιαζε αφύσικα νέα, όπως την είχε αφήσει φεύγοντας από κει. Τα χέρια όμως που την έπιασαν και την σήκωσαν ήταν πραγματικά.
Οι δύο συνένοχοι του παρελθόντος την έσυραν μέσα στους διαδρόμους του νηπιαγωγείου που έμοιαζε ανατριχιαστικά απαράλλαχτο από το τότε, μέχρι που έφτασαν στη μεγάλη αίθουσα που παίζανε τα παιδάκια όποτε έβρεχε.
Μια μέρα στο νηπιαγωγείο τους είχανε πει ότι την επόμενη θα παίζανε τον μπακάλη και ότι κάθε παιδί έπρεπε να φέρει απ’ το σπίτι του κάτι που βρίσκεις μέσα σ’ ένα μπακάλικο για να έχουνε τα εμπορεύματα. Η Μαρίνα έφερε ένα λάχανο. Γιατί; Ποτέ δεν μπόρεσε να το εξηγήσει. Ίσως ενδόμυχα να έλπιζε να το εκσφενδονίσει κάποια στιγμή στο κεφάλι του Αλέξη ή κάποιου άλλου βολικού θύματος. Το λάχανό της πάντως σημείωσε μεγάλη επιτυχία μια και μετά το παιχνίδι, όλα τα μικρά περιφρονώντας τις σοκολάτες και τα μπισκότα, ρίχτηκαν πάνω του και το καταβρόχθισαν, προς μεγάλη απογοήτευση της Μαρίνας που άλλα σχέδια είχε για το λαχανικό της.
Στην αίθουσα παιχνιδιού λοιπόν, έριξαν τη Μαρίνα πάνω στον πάγκο του μπακάλη και την έδεσαν σφιχτά. Κανείς από τους δύο δεν μιλούσε κι αυτό έκανε τον τρόμο της να μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Η αφόρητη σιωπή που επικρατούσε έκανε την όλη κατάσταση εξωπραγματική κι όταν η Μαρίνα προσπάθησε να τους πει κάτι, ανακάλυψε ότι ήταν αδύνατο. Λέξη δεν έβγαινε, λες και κάποιος της είχε φράξει το λάρυγγα.
Ούτε ακόμα κι όταν είδε την καλή της διευθύντρια μέσα στο μισοσκόταδο να βγάζει απ’ το συρτάρι του πάγκου ένα τεράστιο κουζινομάχαιρο. Ούτε όταν είδε τον Αλέξη να την πλησιάζει με τα μεγάλα του πράσινα μάτια να αστράφτουν περίεργα. Αφού τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να είναι πραγματικό. Αφού τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε λόγο να γίνεται-έτσι δεν είναι; Το κουζινομάχαιρο διαπέρασε ακριβώς στη μέση την προδότρια ασυγκράτητη κύστη της και συνέχισε να μην καταλαβαίνει γιατί.
Δέκατη τρίτη εξαφάνιση μέσα σε δύο χρόνια , θεωρήθηκε η Μαρίνα. Όλοι οι εξαφανισθέντες είχαν κάτι κοινό. Όλοι είχανε περάσει από το ιδιωτικό νηπιαγωγείο της μακαρίτισσας εδώ και είκοσι χρόνια Πέπης Μαγουλά-Οικονόμου. Κατά τα’ άλλα οι υποθέσεις τους ήταν πανομοιότυπες. Όλοι είχανε εξαφανιστεί βράδυ από το σπίτι τους, που δεν είχε ούτε ίχνος παραβίασης και όλων οι ντουλάπες ήταν ανοιγμένες και ανακατωμένες σαν να έψαχναν οι ίδιοι κάτι. Ο πρώτος που εξαφανίστηκε ήταν ο αγαπημένος ανηψιός της κυρίας Μαγουλά-Οικονόμου, Αλέξανδρος Σχοινάς. Δεκαεφτά ακόμα μαθητές είχανε σειρά.

ΠΡΙΝ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ 2

Πριν μια βδομάδα η Αγγελική έχασε τη γάτα της τη Ζιγκυ. Μετά από δυο μέρες που την έψαχνε ,την βρήκε κάτω από ένα αυτοκίνητο ,σχεδόν μπροστά στο σπίτι της.
Η Ζίγκυ ήταν τρομαγμένη ,δεν την πλησίαζε και φώναζε συνέχεια. Όταν η Αγγελική κατάφερε να την πάρει σπίτι την έψαξε παντού αλλά δεν βρήκε ούτε πληγές ,ούτε αίμα.
Μετά όμως πρόσεξε κάτι πολύ περίεργο η γάτα δεν έκλεινε το στόμα της ,το είχε συνέχεια ανοιχτό και φώναζε. Την πήγανε λοιπόν στον κτηνίατρο και τους είπε ότι το σαγόνι της Ζιγκυ είχε σπάσει κατά πάσα πιθανότητα από κλωτσιά. Της έκανε αναισθησία και έβαλε το σαγόνι στη θέση του.
Να’ την λοιπόν η Αγγελική να γυρνά στους δρόμους ψάχνοντας τον ηλίθιο που χτύπησε τη γάτα της ,σίγουρη ότι κάπου θα ξαναχτυπούσε. Και δεν έπεσε έξω ,μέσα στις επόμενες δύο βδομάδες βρήκε τρία χτυπημένα γατιά ,δύο στο κεφάλι-ένα καημένο μάλιστα έχασε και το μάτι του-και ένα με σπασμένο πόδι που ο κτηνίατρος της είπε ότι μάλλον ήταν από κλωτσιά. Φυσικά οι τραυματίες μετακόμισαν στο σπίτι της Αγγελικής να κάνουνε παρέα στη Ζίγκυ.
Όταν ένα φαινόμενο αρχίζει και επεκτείνεται ,επηρεάζει τους πάντες. Η Αγγελική άλλαξε πολύ κι από κει που ήτανε μια ευγενική ήσυχη κοπέλα, μεταμορφώθηκε στο νυχτερινό εκδικητή. Περιπολούσε τα βράδια τους δρόμους της γειτονιάς ,οπλισμένη με μια σιδερόβεργα έτοιμη να σπάσει τα μούτρα του κατ’ εξακολούθηση βασανιστή –και ίσως δολοφόνου-γατών. Έβγαινε τα βράδια υποθέτοντας ότι ήταν πιο εύκολο για έναν κυνηγό να κάνει την δουλειά του στα σκοτεινά , μια που στο φως της μέρας ήταν πολύ πιο εκτεθειμένος και σίγουρα θα προκαλούσε αντιδράσεις από τον κόσμο γύρω του-ίσως.
Το σκοτάδι πάντως φάνηκε να είναι με την πλευρά των κακών μια και για δυο βδομάδες οι έρευνες της Αγγελικής δεν αποδώσανε καθόλου, άσε που κάθε ξημέρωμα γυρνούσε στο σπίτι κουρέλι ,με μάτια κόκκινα από την αϋπνία και ξεψυχισμένη από το περπάτημα και από την αναποτελεσματικότητα των ερευνών της. Πετούσε την σιδερόβεργά της σε μια γωνία και αγκάλιαζε τους κακότυχους, δίνοντας υποσχέσεις να μην εγκαταλείψει ποτέ.
Σαν συνέπεια βέβαια όλης αυτής της κατάστασης , ήταν να απομονωθεί η Αγγελική από τους πάντες, φίλους, συγγενείς και οικογένεια .Το γεγονός ότι ζούσε και μόνη της δεν βοηθούσε καθόλου τα πράγματα ,οι φίλοι της δεν καταλάβαιναν τι μπορεί να συνέβαινε και η μαμά της ανησυχούσε σοβαρά μήπως το παιδί της στα τριάντα του αποφάσισε να μπλέξει με κακές παρέες και ναρκωτικά.. Την έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο και προσπαθούσε μ’ αυτόν τον υποτίθεται πλάγιο αλλά καθόλου διακριτικό τρόπο των μαμάδων να την ξεψαχνίσει, ρωτούσε τους φίλους της συνέχεια κι αντί να μαθαίνει κάτι έκανε την Αγγελική να αισθάνεται ακόμα πιο πιεσμένη να δώσει ένα τέλος στην κατάσταση ακόμα και με το χειρότερο τρόπο.
Τα ξημερώματα που γυρνούσε σπίτι της έτσι όπως ξάπλωνε στο κρεβάτι της, σωστό ράκος, χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί, έπεφτε σε κάτι σαν λήθαργο κι άρχιζε να σκέφτεται τι θα έκανε όταν έβρισκε τον κακό. Υπολόγιζε κάθε της κίνηση πως θα τον πλησίαζε αθόρυβα και θα τον χτυπούσε ύπουλα και δυνατά ακριβώς όπως μια γάτα το ανυποψίαστο θύμα της. Μετά κοιτούσε το ακίνητο σαγόνι της Ζίγκυ, το βγαλμένο μάτι και το σπασμένο πόδι των άλλων και αναρωτιόταν μήπως τελικά ο τύπος ήταν επικίνδυνος και για την ίδια, πράγμα που έκανε την επιθυμία της για εκδίκηση να φουντώνει ακόμη περισσότερο.
Παρ’ όλ’ αυτά οι μέρες περνούσαν και πέρα από τα αποτελέσματα των πράξεων του μανιακού, ούτε ίχνος δεν φανέρωνε την παρουσία του. Ώσπου ένα βράδυ η Αγγελική είδε κάτι που την τάραξε. Γυρνούσε αργά από δουλειά κι ετοιμαζόταν να πάει σπίτι να πιάσει τη σιδερόβεργα και να ξεκινήσει την νυχτερινή απασχόληση ,όταν είδε ένα τύπο να κόβει βόλτες στα στενά γύρω από το σπίτι .Μισοκρύφτηκε πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών και παρακολούθησε για αρκετή ώρα τον τύπο που φερόταν εντελώς αλλοπρόσαλλα .Πήγαινε πάνω κάτω το πεζοδρόμιο μέχρι και δέκα φορές, έψαχνε κάτω από τα’ αυτοκίνητα, έψαχνε τα σκουπίδια, μύριζε τον αέρα και μετά έστριβε το δρομάκι που ανέβαινε δίπλα από το σπίτι της Αγγελικής και κατέβαινε δυο λεπτά αργότερα από την άλλη πλευρά του τετραγώνου .Αυτό που έκανε μεγάλη εντύπωση στην Αγγελική όμως ήταν η στάση του σώματός του. Ήταν συνέχεια σκυμμένος μπροστά , σχεδόν διπλωμένος στα δύο με τα χέρια κρεμασμένα μπροστά σαν τετράποδο που κυνηγούσε. Τις γάτες της γειτονιάς όπως σκέφτηκε αμέσως μόλις τον είδε η Αγγελική και πλημμύρισε ολόκληρη από ανυπομονησία .Η πρώτη της σκέψη ήταν να ανέβει τρέχοντας στο σπίτι να αρπάξει τη σιδερόβεργα και να κατέβει να σπάσει τα μούτρα του ηλίθιου έτσι κι αλλιώς δεν ήταν και κανένας μεγαλόσωμος άσε που εκεί που βρίσκονταν ούτε που θα καταλάβαινε από πού του’ ρθε .Αμέσως μετά όμως της πέρασε άλλη μια σκέψη απ’ το μυαλό. Κι αν ο δύστυχος αυτός ήταν απλώς ένας σαλεμένος που δεν ήξερε τι του γινόταν και τον έπαιρνε στο λαιμό της; Μεταξύ των δύο υπερίσχυσε το πρώτο κι έτσι κάποια στιγμή που ο κυνηγός έστριψε το δρομάκι προς τα πάνω, η Αγγελική πετάχτηκε και τρέχοντας χώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στο σπίτι της. Έκλεισε μαλακά την εξώπορτα, δεν άναψε το φως της εισόδου για να μην τρομάξει τον ανυποψίαστο θηρευτή κι ανέβηκε ψηλαφητά στον πρώτο όροφο. Ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού ένα άγριο νιαούρισμα ακούστηκε ,η Ζίγκυ καθόταν πίσω απ’ την πόρτα και σπρώχτηκε προς τα πίσω έτσι όπως άνοιξε βιαστικά .Με κομμένη την ανάσα η Αγγελική έτρεξε σκουντουφλώντας στο σκοτάδι μη θέλοντας ν’ ανάψει φως και ρισκάρει να προδοθεί .Σκόνταψε σε κάτι μαλακό αλλά μη δίνοντας σημασία άρχισε να ψάχνει νευρικά για τη σιδερόβεργά της στο δωμάτιο.
Αυτό ψάχνεις; Άκουσε πίσω της
Για ένα δευτερόλεπτο η Αγγελική αρνήθηκε ότι το άκουσε αυτό. Μετά παγωμένη από το φόβο γύρισε αργά για να επιβεβαιώσει την ανυπαρξία κάποιου άλλου στο δωμάτιο και να κατηγορήσει το ταραγμένο της μυαλό που είχε αρχίσει ν’ ακούει και φωνές . Είδε τότε μπροστά της μια σκιά να στέκεται ακίνητη . Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτ’ άλλο γιατί το σκοτάδι ήταν πηχτό και η λάμπα του δρόμου μακριά από το παράθυρό της.
Συνήθως ο τρόμος κάνει κάποιον να βλέπει τα πράγματα χειρότερα απ’ ότι είναι , σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να τα δει και καλύτερα, πάντως στις πραγματικές τους διαστάσεις αποκλείεται να τα δει .Έτσι όπως στεκόταν και κοίταζε την ακίνητη σκιά μπροστά της αισθανόταν όλο το σώμα της ξένο. Ήθελε ν’ ανοίξει το στόμα της και να ουρλιάξει αλλά ο φόβος της το κρατούσε πεισματικά κλειστό. Ήθελε να βάλει τα κλάματα αλλά κάτι παγωμένο που σερνόταν στο κεφάλι της δεν την άφηνε. Και τότε κατάλαβε τον ήχο. Κάπου μέσα στο θολωμένο της μυαλό συνειδητοποίησε ότι άκουγε έναν συνεχή υπόκωφο θόρυβο σαν αυτόν που κάνουν οι γάτες όταν γουργουρίζουν από ευχαρίστηση. Μάλιστα σαν να ήταν πάνω από μία, σαν να είχανε μαζευτεί τα γατιά της στο δωμάτιο και γουργουρίζανε όλα μαζί, μόνο που ήταν αδύνατο να τα δει ή ν’ ακούσει κάτι άλλο πέρα απ’ αυτό. Μόνο μετά από μερικά δευτερόλεπτα κατάλαβε ότι δεν είχαν έρθει οι γάτες στο δωμάτιο Ο ήχος μάλλον έρχονταν από τη σκιά που ήταν σαν άγαλμα μπροστά της.
Το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό της -όταν κατάφερε κάτι να σκεφτεί ,μια και η σκιά παρέμενε πεισματικά ακίνητη –ήταν ότι με κάποιον τρόπο ο άγνωστος μανιακός ήξερε για το σχέδιό της και την πρόλαβε μπαίνοντας στο σπίτι της –πως όμως;
Προσπαθούσε να σκεφτεί όσο πιο γρήγορα γινόταν. Να σκεφτεί ποιος ήταν και πως μπήκε. Να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα ξέφευγε και το ακινητοποιημένο της πριν μυαλό έτρεχε πια με ασύλληπτη ταχύτητα. Οι σκέψεις όμως μπλέκονταν σαν κουβάρι και δεν την βοηθούσαν καθόλου να βρει μια λύση. Δεν άντεξε άλλο. Μούσκεμα στον ιδρώτα της αγωνίας της και σχεδόν τρελή από φόβο όρμησε ουρλιάζοντας στη σκιά.
Ήταν σαν να χτύπησε πάνω σε τοίχο, ενώ είχε πέσει μ’ όλη της τη δύναμη. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Η σκιά ίσα που ταλαντεύτηκε λίγο μπρος-πίσω και μετά κάτι σαν χέρι ‘η κάτι που η Αγγελική μέσα στην παράνοιά της νόμισε ότι ήταν πόδι γάτας την απώθησε και την έριξε στο πάτωμα.
Το γουργουρητό σταμάτησε. Ένα σιγανό πολύ υποχθόνιο γέλιο ακούστηκε που μετά την σύντομη έκρηξη ενεργητικότητας που είχε την έκανε πάλι να παραλύσει από τρόμο .
Εντελώς εξουδετερωμένη πια. έμεινε ακίνητη στο πάτωμα κοιτώντας μπροστά της τη σκιά που άρχισε να κινείται. Ήταν σαν να ξεδιπλωνόταν ,όπως μια γάτα που σηκώνεται από ύπνο και τεντώνεται. Έτσι και εκείνο το πλάσμα ξεδιπλώθηκε ,τεντώθηκε μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό προχώρησε με μαλακές ,αθόρυβες κινήσεις και στάθηκε πάνω από την πεσμένη Αγγελική τεράστιο και σκοτεινό κι άνοιξε δυο μάτια που φωσφόριζαν ζωηρά μέσα στο σκοτάδι.
Τότε ακριβώς η Αγγελική συνειδητοποίησε ότι το πλάσμα της ήταν περίεργα οικείο. Όταν έπεσε πάνω του δεν αισθάνθηκε ρούχα ή δέρμα ήταν περισσότερο σαν να φορούσε γούνα ή τελοσπάντων κάτι τριχωτό .Η τεράστια πλέον σκιά πάνω της άπλωσε ένα από τα περίεργα μέλη της προς τον τοίχο και πάτησε το διακόπτη της λάμπας.
Η Αγγελική ένιωσε την τρέλα σε κάθε πόντο του κορμιού της όταν είδε τα πτώματα των τριών από τα τέσσερα γατιά της γύρω της στο πάτωμα. Τελικά το ταλαιπωρημένο της γατί ήταν η κακιά της υπόθεσης.
-Ζίγκυ, πως μπορείς και μιλάς;

Thursday, March 09, 2006

ΠΡΙΝ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ 1

Πριν μια βδομάδα ο Νίκος αποφάσισε να γίνει χορτοφάγος. Στην πραγματικότητα αποφάσισε το σώμα του γι’ αυτόν μια και ένα βράδυ που πήγανε με την Λίτσα στην εξαιρετική ψησταριά “ Η ωραία Πίνδος” στην οποία όποτε πηγαίνανε λαμβάνανε χώρα όργια φαγητού, ανακάλυψε με τρόμο ότι δεν μπορούσε να κατεβάσει ούτε μια μπουκιά κρέας. Δεν ήταν ότι δεν πεινούσε αντίθετα δεν είχε φαει τίποτα όλη μέρα και όλα μα όλα στο τραπέζι του φαινόταν λαχταριστά και πεντανόστιμα. Κοκορέτσι, παιδάκια, κεφαλάκι, όλα ήταν σαν κοσμήματα . Αυτός όμως ήταν αδύνατον να απλώσει το χέρι και να πάρει, πολύ περισσότερο να το βάλει στο στόμα του. Με το που έβλεπε μια μπουκιά στο πιάτο του, ερχόταν κατευθείαν στο μυαλό του εικόνες φρίκης από τα σφαγεία και τα εκτροφεία ζώων που είχε δει στην τηλεόραση. Παραμορφωμένες από τα φάρμακα αγελάδες, γουρούνια που τα τεμαχίζανε ζωντανά, πανικόβλητα κοτόπουλα που σκαρφαλώνανε το ένα πάνω στο άλλο για να γλιτώσουνε, αρνάκια που κατουριόταν από το φόβο τους καθώς τα πήγαιναν για να τα σφάξουνε. Μέσα σε μισή ώρα που καθόταν στο τραπέζι είχε πλημμυρίσει από φρίκη ,γινόταν κατακίτρινος με το που προσπαθούσε να πλησιάσει ένα κομμάτι κρέας και τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ποταμοί αίματος, ξεσκισμένες σάρκες, ατέλειωτος πόνος και τρόμος.
Είπε στη Λίτσα ότι του ήρθε ναυτία και γύρισαν στο σπίτι. Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν κάπως πιο ήρεμος , ξαπλωμένος στο σκοτάδι, τι ήταν αυτό που τον βρήκε και πόσο θα συνεχιζόταν, μια και όποια απόπειρα έκανε να φέρει το κρέας στο μυαλό του, είχε τα ίδια αποτελέσματα ,αηδία και θλίψη.
Την επόμενη μέρα πήγε κανονικά στη δουλειά του. Ήπιε έναν καφέ κι έφαγε μια τυρόπιτα μετά φόβου Θεού μήπως και το στομάχι του θυμόταν τα κόλπα της προηγούμενης. Δεν συνέβη τίποτα. Κάπως πιο ανακουφισμένος συνέχισε τη δουλειά του μέχρι που η γραμματέας του θύμισε ότι είχε γεύμα εργασίας μ’ έναν εκπρόσωπο εκδοτικού οίκου.
Συναντήθηκαν στην είσοδο κι όταν ο Νίκος τον ρώτησε που ήθελε να πάνε ο εκπρόσωπος δήλωσε μες στη χαρά ότι ευχαρίστως θα έτρωγε μια μπριζολίτσα.
Στο άκουσμα της λέξης ,ο Νίκος πάγωσε κι ένας σπασμός τάραξε το στομάχι του. Ο εκπρόσωπος πήρε στα μάτια του τη μορφή τέρατος που σκότωνε με βάρβαρο τρόπο ανυπεράσπιστα ζώα .Τον είδε σχεδόν ζωντανά μπροστά του να χτυπάει λυσσασμένα ένα μοσχαράκι στο κεφάλι ενώ εκείνο μουγκάνιζε ικετευτικά ,να το ρίχνει κάτω ,να του σκίζει την κοιλιά μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι κι ενώ το ζώο σπάραζε ακόμα να βουτάει με άγρια χαρά το κεφάλι του στα σπλάχνα του και να πανηγυρίζει έξαλλος, γύρω από το αθώο θύμα. Για ένα δευτερόλεπτο έμεινε αμίλητος να κοιτά τον άλλον που περίμενε την απάντησή του και φυσικά την μπριζολίτσα ,μετά ρίχτηκε πάνω του και τον έπιασε από το λαιμό.
Ο φύλακας που έτρεξε να τους χωρίσει και κατάφερε να αποσπάσει τον εκπρόσωπο μισοπνιγμένο από τα χέρια του Νίκου, είπε μετά ,ότι πρώτη φορά είδε άνθρωπο να θέλει με τόση μανία να πνίξει κάποιον άλλον. Ποτέ δεν το περίμενε αυτό από τον Νίκο που μέχρι τότε ήταν τόσο ήρεμος και καλός και κυρίως ποτέ δεν περίμενε να τον δει σε τέτοια κατάσταση παράνοιας, σίγουρα κάτι πολύ σοβαρό θα του είχε συμβεί για να φτάσει σε τέτοιο σημείο.
Εντελώς κουρέλι και στα πρόθυρα της απόλυσης ο Νίκος γύρισε στο σπίτι .Η Λίτσα ήταν ακόμα στη δουλειά της αλλά ένα σημείωμα στην πόρτα της κουζίνας έλεγε ότι το φαγητό ήταν έτοιμο στο φούρνο. Μηχανικά πήγε και άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε τον χειρότερο εφιάλτη του, δυο κακομοιριασμένα αρνίσια μπουτάκια με την απαραίτητη γαρνιτούρα από πατάτες . Στην αρχή σκέφτηκε το δύστυχο το αρνάκι να χοροπηδάει
σ’ ένα λιβάδι αμέριμνο για την τραγική του κατάληξη, μετά σκέφτηκε τη Λίτσα στο φούρνο στη θέση του αρνιού και μετά έκλεισε το φούρνο άνοιξε την εξώπορτα κι εξαφανίστηκε για να μην πνίξει και τη Λίτσα.

Friday, March 03, 2006

ΠΟΤΑΠΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Που ακριβώς βρίσκεται ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ; Μ' ακούει κανείς εκεί έξω ή να συνεχίσω να μιλάω με την οχτάχρονη κόρη του γείτονά μου που έχει να μου προσφέρει πολύτιμες απόψεις για το πως να ζωγραφίσει καλύτερα ένα λιμάνι με σπιτάκια;
Μπαίνοντας στον άγνωστο κόσμο των blogs και των bloggers τους, ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το ότι ιδέα δεν έχω γιατί το έκανα αυτό το blog. Απλώς διάβαζα τα των γνωστών και φίλων και μ' έπιασε φριχτή ζήλεια. Είναι σωστό αυτό;