ΠΡΙΝ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ 2
Πριν μια βδομάδα η Αγγελική έχασε τη γάτα της τη Ζιγκυ. Μετά από δυο μέρες που την έψαχνε ,την βρήκε κάτω από ένα αυτοκίνητο ,σχεδόν μπροστά στο σπίτι της.
Η Ζίγκυ ήταν τρομαγμένη ,δεν την πλησίαζε και φώναζε συνέχεια. Όταν η Αγγελική κατάφερε να την πάρει σπίτι την έψαξε παντού αλλά δεν βρήκε ούτε πληγές ,ούτε αίμα.
Μετά όμως πρόσεξε κάτι πολύ περίεργο η γάτα δεν έκλεινε το στόμα της ,το είχε συνέχεια ανοιχτό και φώναζε. Την πήγανε λοιπόν στον κτηνίατρο και τους είπε ότι το σαγόνι της Ζιγκυ είχε σπάσει κατά πάσα πιθανότητα από κλωτσιά. Της έκανε αναισθησία και έβαλε το σαγόνι στη θέση του.
Να’ την λοιπόν η Αγγελική να γυρνά στους δρόμους ψάχνοντας τον ηλίθιο που χτύπησε τη γάτα της ,σίγουρη ότι κάπου θα ξαναχτυπούσε. Και δεν έπεσε έξω ,μέσα στις επόμενες δύο βδομάδες βρήκε τρία χτυπημένα γατιά ,δύο στο κεφάλι-ένα καημένο μάλιστα έχασε και το μάτι του-και ένα με σπασμένο πόδι που ο κτηνίατρος της είπε ότι μάλλον ήταν από κλωτσιά. Φυσικά οι τραυματίες μετακόμισαν στο σπίτι της Αγγελικής να κάνουνε παρέα στη Ζίγκυ.
Όταν ένα φαινόμενο αρχίζει και επεκτείνεται ,επηρεάζει τους πάντες. Η Αγγελική άλλαξε πολύ κι από κει που ήτανε μια ευγενική ήσυχη κοπέλα, μεταμορφώθηκε στο νυχτερινό εκδικητή. Περιπολούσε τα βράδια τους δρόμους της γειτονιάς ,οπλισμένη με μια σιδερόβεργα έτοιμη να σπάσει τα μούτρα του κατ’ εξακολούθηση βασανιστή –και ίσως δολοφόνου-γατών. Έβγαινε τα βράδια υποθέτοντας ότι ήταν πιο εύκολο για έναν κυνηγό να κάνει την δουλειά του στα σκοτεινά , μια που στο φως της μέρας ήταν πολύ πιο εκτεθειμένος και σίγουρα θα προκαλούσε αντιδράσεις από τον κόσμο γύρω του-ίσως.
Το σκοτάδι πάντως φάνηκε να είναι με την πλευρά των κακών μια και για δυο βδομάδες οι έρευνες της Αγγελικής δεν αποδώσανε καθόλου, άσε που κάθε ξημέρωμα γυρνούσε στο σπίτι κουρέλι ,με μάτια κόκκινα από την αϋπνία και ξεψυχισμένη από το περπάτημα και από την αναποτελεσματικότητα των ερευνών της. Πετούσε την σιδερόβεργά της σε μια γωνία και αγκάλιαζε τους κακότυχους, δίνοντας υποσχέσεις να μην εγκαταλείψει ποτέ.
Σαν συνέπεια βέβαια όλης αυτής της κατάστασης , ήταν να απομονωθεί η Αγγελική από τους πάντες, φίλους, συγγενείς και οικογένεια .Το γεγονός ότι ζούσε και μόνη της δεν βοηθούσε καθόλου τα πράγματα ,οι φίλοι της δεν καταλάβαιναν τι μπορεί να συνέβαινε και η μαμά της ανησυχούσε σοβαρά μήπως το παιδί της στα τριάντα του αποφάσισε να μπλέξει με κακές παρέες και ναρκωτικά.. Την έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο και προσπαθούσε μ’ αυτόν τον υποτίθεται πλάγιο αλλά καθόλου διακριτικό τρόπο των μαμάδων να την ξεψαχνίσει, ρωτούσε τους φίλους της συνέχεια κι αντί να μαθαίνει κάτι έκανε την Αγγελική να αισθάνεται ακόμα πιο πιεσμένη να δώσει ένα τέλος στην κατάσταση ακόμα και με το χειρότερο τρόπο.
Τα ξημερώματα που γυρνούσε σπίτι της έτσι όπως ξάπλωνε στο κρεβάτι της, σωστό ράκος, χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί, έπεφτε σε κάτι σαν λήθαργο κι άρχιζε να σκέφτεται τι θα έκανε όταν έβρισκε τον κακό. Υπολόγιζε κάθε της κίνηση πως θα τον πλησίαζε αθόρυβα και θα τον χτυπούσε ύπουλα και δυνατά ακριβώς όπως μια γάτα το ανυποψίαστο θύμα της. Μετά κοιτούσε το ακίνητο σαγόνι της Ζίγκυ, το βγαλμένο μάτι και το σπασμένο πόδι των άλλων και αναρωτιόταν μήπως τελικά ο τύπος ήταν επικίνδυνος και για την ίδια, πράγμα που έκανε την επιθυμία της για εκδίκηση να φουντώνει ακόμη περισσότερο.
Παρ’ όλ’ αυτά οι μέρες περνούσαν και πέρα από τα αποτελέσματα των πράξεων του μανιακού, ούτε ίχνος δεν φανέρωνε την παρουσία του. Ώσπου ένα βράδυ η Αγγελική είδε κάτι που την τάραξε. Γυρνούσε αργά από δουλειά κι ετοιμαζόταν να πάει σπίτι να πιάσει τη σιδερόβεργα και να ξεκινήσει την νυχτερινή απασχόληση ,όταν είδε ένα τύπο να κόβει βόλτες στα στενά γύρω από το σπίτι .Μισοκρύφτηκε πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών και παρακολούθησε για αρκετή ώρα τον τύπο που φερόταν εντελώς αλλοπρόσαλλα .Πήγαινε πάνω κάτω το πεζοδρόμιο μέχρι και δέκα φορές, έψαχνε κάτω από τα’ αυτοκίνητα, έψαχνε τα σκουπίδια, μύριζε τον αέρα και μετά έστριβε το δρομάκι που ανέβαινε δίπλα από το σπίτι της Αγγελικής και κατέβαινε δυο λεπτά αργότερα από την άλλη πλευρά του τετραγώνου .Αυτό που έκανε μεγάλη εντύπωση στην Αγγελική όμως ήταν η στάση του σώματός του. Ήταν συνέχεια σκυμμένος μπροστά , σχεδόν διπλωμένος στα δύο με τα χέρια κρεμασμένα μπροστά σαν τετράποδο που κυνηγούσε. Τις γάτες της γειτονιάς όπως σκέφτηκε αμέσως μόλις τον είδε η Αγγελική και πλημμύρισε ολόκληρη από ανυπομονησία .Η πρώτη της σκέψη ήταν να ανέβει τρέχοντας στο σπίτι να αρπάξει τη σιδερόβεργα και να κατέβει να σπάσει τα μούτρα του ηλίθιου έτσι κι αλλιώς δεν ήταν και κανένας μεγαλόσωμος άσε που εκεί που βρίσκονταν ούτε που θα καταλάβαινε από πού του’ ρθε .Αμέσως μετά όμως της πέρασε άλλη μια σκέψη απ’ το μυαλό. Κι αν ο δύστυχος αυτός ήταν απλώς ένας σαλεμένος που δεν ήξερε τι του γινόταν και τον έπαιρνε στο λαιμό της; Μεταξύ των δύο υπερίσχυσε το πρώτο κι έτσι κάποια στιγμή που ο κυνηγός έστριψε το δρομάκι προς τα πάνω, η Αγγελική πετάχτηκε και τρέχοντας χώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στο σπίτι της. Έκλεισε μαλακά την εξώπορτα, δεν άναψε το φως της εισόδου για να μην τρομάξει τον ανυποψίαστο θηρευτή κι ανέβηκε ψηλαφητά στον πρώτο όροφο. Ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού ένα άγριο νιαούρισμα ακούστηκε ,η Ζίγκυ καθόταν πίσω απ’ την πόρτα και σπρώχτηκε προς τα πίσω έτσι όπως άνοιξε βιαστικά .Με κομμένη την ανάσα η Αγγελική έτρεξε σκουντουφλώντας στο σκοτάδι μη θέλοντας ν’ ανάψει φως και ρισκάρει να προδοθεί .Σκόνταψε σε κάτι μαλακό αλλά μη δίνοντας σημασία άρχισε να ψάχνει νευρικά για τη σιδερόβεργά της στο δωμάτιο.
Αυτό ψάχνεις; Άκουσε πίσω της
Για ένα δευτερόλεπτο η Αγγελική αρνήθηκε ότι το άκουσε αυτό. Μετά παγωμένη από το φόβο γύρισε αργά για να επιβεβαιώσει την ανυπαρξία κάποιου άλλου στο δωμάτιο και να κατηγορήσει το ταραγμένο της μυαλό που είχε αρχίσει ν’ ακούει και φωνές . Είδε τότε μπροστά της μια σκιά να στέκεται ακίνητη . Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτ’ άλλο γιατί το σκοτάδι ήταν πηχτό και η λάμπα του δρόμου μακριά από το παράθυρό της.
Συνήθως ο τρόμος κάνει κάποιον να βλέπει τα πράγματα χειρότερα απ’ ότι είναι , σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να τα δει και καλύτερα, πάντως στις πραγματικές τους διαστάσεις αποκλείεται να τα δει .Έτσι όπως στεκόταν και κοίταζε την ακίνητη σκιά μπροστά της αισθανόταν όλο το σώμα της ξένο. Ήθελε ν’ ανοίξει το στόμα της και να ουρλιάξει αλλά ο φόβος της το κρατούσε πεισματικά κλειστό. Ήθελε να βάλει τα κλάματα αλλά κάτι παγωμένο που σερνόταν στο κεφάλι της δεν την άφηνε. Και τότε κατάλαβε τον ήχο. Κάπου μέσα στο θολωμένο της μυαλό συνειδητοποίησε ότι άκουγε έναν συνεχή υπόκωφο θόρυβο σαν αυτόν που κάνουν οι γάτες όταν γουργουρίζουν από ευχαρίστηση. Μάλιστα σαν να ήταν πάνω από μία, σαν να είχανε μαζευτεί τα γατιά της στο δωμάτιο και γουργουρίζανε όλα μαζί, μόνο που ήταν αδύνατο να τα δει ή ν’ ακούσει κάτι άλλο πέρα απ’ αυτό. Μόνο μετά από μερικά δευτερόλεπτα κατάλαβε ότι δεν είχαν έρθει οι γάτες στο δωμάτιο Ο ήχος μάλλον έρχονταν από τη σκιά που ήταν σαν άγαλμα μπροστά της.
Το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό της -όταν κατάφερε κάτι να σκεφτεί ,μια και η σκιά παρέμενε πεισματικά ακίνητη –ήταν ότι με κάποιον τρόπο ο άγνωστος μανιακός ήξερε για το σχέδιό της και την πρόλαβε μπαίνοντας στο σπίτι της –πως όμως;
Προσπαθούσε να σκεφτεί όσο πιο γρήγορα γινόταν. Να σκεφτεί ποιος ήταν και πως μπήκε. Να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα ξέφευγε και το ακινητοποιημένο της πριν μυαλό έτρεχε πια με ασύλληπτη ταχύτητα. Οι σκέψεις όμως μπλέκονταν σαν κουβάρι και δεν την βοηθούσαν καθόλου να βρει μια λύση. Δεν άντεξε άλλο. Μούσκεμα στον ιδρώτα της αγωνίας της και σχεδόν τρελή από φόβο όρμησε ουρλιάζοντας στη σκιά.
Ήταν σαν να χτύπησε πάνω σε τοίχο, ενώ είχε πέσει μ’ όλη της τη δύναμη. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Η σκιά ίσα που ταλαντεύτηκε λίγο μπρος-πίσω και μετά κάτι σαν χέρι ‘η κάτι που η Αγγελική μέσα στην παράνοιά της νόμισε ότι ήταν πόδι γάτας την απώθησε και την έριξε στο πάτωμα.
Το γουργουρητό σταμάτησε. Ένα σιγανό πολύ υποχθόνιο γέλιο ακούστηκε που μετά την σύντομη έκρηξη ενεργητικότητας που είχε την έκανε πάλι να παραλύσει από τρόμο .
Εντελώς εξουδετερωμένη πια. έμεινε ακίνητη στο πάτωμα κοιτώντας μπροστά της τη σκιά που άρχισε να κινείται. Ήταν σαν να ξεδιπλωνόταν ,όπως μια γάτα που σηκώνεται από ύπνο και τεντώνεται. Έτσι και εκείνο το πλάσμα ξεδιπλώθηκε ,τεντώθηκε μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό προχώρησε με μαλακές ,αθόρυβες κινήσεις και στάθηκε πάνω από την πεσμένη Αγγελική τεράστιο και σκοτεινό κι άνοιξε δυο μάτια που φωσφόριζαν ζωηρά μέσα στο σκοτάδι.
Τότε ακριβώς η Αγγελική συνειδητοποίησε ότι το πλάσμα της ήταν περίεργα οικείο. Όταν έπεσε πάνω του δεν αισθάνθηκε ρούχα ή δέρμα ήταν περισσότερο σαν να φορούσε γούνα ή τελοσπάντων κάτι τριχωτό .Η τεράστια πλέον σκιά πάνω της άπλωσε ένα από τα περίεργα μέλη της προς τον τοίχο και πάτησε το διακόπτη της λάμπας.
Η Αγγελική ένιωσε την τρέλα σε κάθε πόντο του κορμιού της όταν είδε τα πτώματα των τριών από τα τέσσερα γατιά της γύρω της στο πάτωμα. Τελικά το ταλαιπωρημένο της γατί ήταν η κακιά της υπόθεσης.
-Ζίγκυ, πως μπορείς και μιλάς;
0 Comments:
Post a Comment
<< Home