THE BIG NOWHERE

ένα σημειωματάριο

Saturday, March 18, 2006

ΠΡΙΝ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ 4

Πριν μια βδομάδα η Ελένη άρχισε να παίρνει κάτι περίεργα τηλεφωνήματα.
Τουλάχιστον τρεις φορές τη μέρα, κάποιος-διαφορετικός κάθε φορά, τηλεφωνούσε και ζητούσε να μιλήσει με την κυρία Ευρυδίκη Λαμπίρη. Το όνομα της ήταν παντελώς άγνωστο. Το περίεργο ήταν ότι όταν τους έλεγε ότι δεν υπάρχει Ευρυδίκη Λαμπίρη έπεφτε παύση, λες και τους έλεγε κάτι αδύνατο.
Τρεις μέρες μετά επειδή τα νεύρα της Ελένης κοντεύανε να σπάσουν με τις συνεχείς τηλεφωνικές επιθέσεις που δεχόταν, προσπάθησε να λύσει το μυστήριο.
Πήγε στον ΟΤΕ, αλλά άκρη δεν έβγαλε. Ρώτησε αυτούς που τηλεφωνούσαν που είχαν βρει το τηλέφωνο και όλοι της έλεγαν ότι ανήκει στην Ευρυδίκη Λαμπίρη. Μη μπορώντας να καταλάβει τι έτρεχε, πήγε στον πρώτο όροφο να ρωτήσει τη διαχειρίστρια, μήπως ήξερε τίποτα. Αυτό που έμαθε η Ελένη, την άφησε άφωνη. Η κυρία Ευρυδίκη Λαμπίρη
ήταν πραγματικά ένοικος του σπιτιού που έμενε εκείνη, αλλά η μόνη κατοικία που θα μπορούσε να έχει μετακομίσει τώρα ήταν η τελευταία μια και είχε περίπου τρία χρόνια που πέθανε.
Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να έχει τρία χρόνια νεκρός και να μην το ξέρει κανείς;
Απ’ ότι έδειχναν τα τηλέφωνα η κυρία Λαμπίρη είχε έναν όχι και τόσο ευκαταφρόνητο κύκλο γνωστών, φίλων ή ακόμα και συγγενών. Πως μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Σοκαρισμένη και προβληματισμένη η Ελένη δεν είπε τίποτα στην διαχειρίστρια και ανέβηκε στο πρώην διαμέρισμα της Ευρυδίκης Λαμπίρη. Κάθισε στον καναπέ και βυθίστηκε στις σκέψεις. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο τινάχτηκε πάνω τρομαγμένη. Έμεινε να κοιτά τη συσκευή χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Μετά προχώρησε και σήκωσε το ακουστικό. Η ευγενική φωνή μιας ηλικιωμένης κυρίας από την άλλη άκρη ζήτησε φυσικά την κυρία Ευρυδίκη Λαμπίρη. Παίρνοντας βαθιά αναπνοή , η Ελένη, το ίδιο ευγενικά την πληροφόρησε ότι η κυρία Λαμπίρη δυστυχώς δεν βρισκότανε πια στη ζωή-σ’αυτήν τουλάχιστον. Και τότε κάτι αναπάντεχο συνέβη. Η ηλικιωμένη κυρία, μετά από σύντομη παύση, άρχισε να γελάει υστερικά. Η Ελένη πάγωσε απ’ τον τρόμο. Το ακουστικό ξέφυγε απ’ το χέρι της, έπεσε στο πάτωμα και το γέλιο εξακολουθούσε ν’ ακούγεται. Το σήκωσε και το βρόντηξε με μανία στη συσκευή.
Μετά την πρώτη ψυχρολουσία προσπάθησε να σκεφτεί λογικά. Κάποιος πρέπει να της έκανε φάρσα. Οι φίλοι της αποκλείεται να ήταν, θα αναγνώριζε τις φωνές τους. Η πολυκατοικία που έμενε, σε μια ήσυχη περιοχή της πόλης κατοικούνταν κυρίως από ηλικιωμένους. Μήπως οι παππούδες, δουλειά δεν είχανε όλη μέρα, βρήκανε τρόπο να περνάνε την ώρα τους; Μήπως θέλανε να την διώξουνε από το σπίτι εξαιτίας του πάρτι που έκανε μόλις μπήκε όπου ένας μεθυσμένος άγνωστος ξέρασε στο μπαλκόνι από κάτω; Μήπως τελικά η κυρία Ευρυδίκη Λαμπίρη δεν ήταν νεκρή και έκανε πλάκα στον κόσμο γύρω της; Αλλά τι σχέση είχε η Ελένη; Το σπίτι της έφαγε; Ανίκανη να καταλάβει τι έτρεχε, έμεινε για πολύ ώρα στον καναπέ , με διάφορες παράλογες σκέψεις να περνάνε από το μυαλό της, ώσπου πήρε να σκοτεινιάζει.
Το σκοτάδι έπεφτε γύρω της βαρύ. Άλλες μέρες την χαιρότανε αυτή την ώρα που βράδιαζε κι αυτή βρισκόταν στο δικό της σπίτι επιτέλους, να κάθεται στον καινούριο της καναπέ και να βλέπει τον δρόμο με τις ακακίες έξω. Εκείνη τη μέρα όμως τα νέα για την Ευρυδίκη Λαμπίρη και κυρίως εκείνο το ανατριχιαστικό τηλεφώνημα, την είχανε κάνει να τινάζεται στον οποιονδήποτε ήχο άκουγε ή στην κάθε σκιά του βραδιού που κινούνταν.
Καθώς το σκοτάδι πήχτωνε, σηκώθηκε μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό και πάτησε το διακόπτη της λάμπας. Το φως που χύθηκε, φανέρωσε κάποιον που στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας της κουζίνας. Για την ακρίβεια ήταν κάποια, μια γκρίζα φιγούρα που στεκόταν μισοκρυμμένη στις σκιές του διαδρόμου. Η Ελένη ένιωσε μία-μία τις τρίχες της να σηκώνονται. Η γυναίκα που την κοιτούσε με ένα κακό και μοχθηρό ύφος, πρέπει να ήταν γύρω στα 70. Ντυμένη στα γκρίζα, στεκόταν ακίνητη, με το βλέμμα καρφωμένο στην Ελένη και τα μάτια της ήταν κατάμαυρα, χωρίς τίποτα το ανθρώπινο. Στα πόδια της δίπλα στεκόταν κάτι ανάμεσα σε γάτα και ποντίκι-ένα καφέ τσιουάουα που την κοιτούσε με περιέργεια αλλά χωρίς καμία κακία. Το σκυλάκι άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε έναν σιγανό, μακρόσυρτο ήχο σαν κλάμα. Η Ελένη σήκωσε τα μάτια της στη γυναίκα. Άνοιξε κι εκείνη το στόμα της κι άρχισε να μιλάει, αλλά τίποτα δεν ακούστηκε. Το στόμα της ανοιγόκλεινε με θυμό και παράνοια σαν κάτι τρελούς επιστήμονες σε βουβές ταινίες.
Αν δεν υπήρχε τόση φρίκη στην όψη της, η Ελένη θα είχε σκάσει στα γέλια. Η γυναίκα συνέχιζε να μιλάει άφωνα κι άρχισε να κινείται προς το μέρος της ενώ το τσιουάουα έμεινε ακίνητο εξακολουθώντας να βγάζει αυτόν τον σιγανό παραπονεμένο ήχο.
Σαν να ξύπνησε απότομα η Ελένη, άρχισε να οπισθοχωρεί βιαστικά για να αποφύγει το φάντασμα που κινούνταν απειλητικά προς τα πάνω της. Γυρνώντας προς την εξώπορτα είδε ότι είχε εξαφανιστεί. Στη θέση της απλώνονταν μόνο ο άσπρος τοίχος του σαλονιού.
Με μια ματιά είδε ότι όλες οι πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού της είχαν αντικατασταθεί από τοίχο. Βρισκόταν κλεισμένη σ’ένα κουτί με το φάντασμα μιας τρελής γυναίκας να έρχεται κατά πάνω της. Τότε ξαφνικά όλα τα φώτα σβήσανε. Η Ελένη άρχισε να ουρλιάζει, περιμένοντας το κακό να πέσει επάνω της και συνέχισε να ουρλιάζει κι εκείνη δεν ήξερε για πόση ώρα, μέχρι που άκουσε δυνατά χτυπήματα στην μέχρι πριν λίγο εξαφανισμένη πόρτα της. Τρέμοντας από τρόμο και ελπίδα η Ελένη σύρθηκε μέχρι τον πλησιέστερο διακόπτη και τον πάτησε άγρια, περιμένοντας να δει τέρατα μπροστά της.
Το μόνο που είδε ήταν το καθιστικό της ακριβώς όπως ήταν πριν την επίσκεψη της γηραιάς κυρίας. Τα παράθυρα και οι πόρτες ήταν όλες στη θέση τους και η εξώπορτά της τώρα χτυπούσε δυνατά .και κάποιος φώναζε το όνομά της. Κλαίγοντας από τα νεύρα και το σοκ που μόλις είχε περάσει, κατάφερε να φτάσει μέχρι εκεί και ν’ ανοίξει την πόρτα. Μπροστά της είδε την διαχειρίστρια που την ρωτούσε ανήσυχη αν ήταν καλά.
Τι εξήγηση μπορείς να δώσεις; Όταν συμβαίνει κάτι έξω απ’ την πραγματικότητά μας και τα στενά μας πλαίσια, συνήθως αρνούμαστε να το παραδεχτούμε. Ξέροντας ότι κανείς δεν θα την πίστευε, η Ελένη αναγκάστηκε να καταφύγει στην ύστατη λύση : το ψέμα. Έτσι λοιπόν είπε πως νόμισε ότι είδε κάποιον κι ότι εκείνη τη στιγμή σβήσανε τα φώτα και πανικοβλήθηκε. Ακόμα και τότε όμως, αισθανόταν την απειλητική παρουσία γύρω της.
Ακόμα κι όταν ανέβηκε ο άντρας της διαχειρίστριας και ψάξανε το διαμέρισμα σπιθαμή προς σπιθαμή είχε την εντύπωση ότι αν γυρνούσε πίσω της θα έβλεπε το αφύσικο δίδυμο της κυρίας με το σκυλάκι.
Το βράδυ είχε πέσει πια για τα καλά ‘όταν όλοι φύγανε από το σπίτι της. Κι η Ελένη έμεινε μόνη με τον τρόμο της. Μη μπορώντας να μείνει άλλο στο στοιχειωμένο σπίτι της και όντας σίγουρη ότι όλα αυτά που είχε δει δεν ήταν όνειρο, άρχισε να μαζεύει τα ρούχα της, με σκοπό να πάει να μείνει οπουδήποτε αλλού το βράδυ.
Η προοπτική της φυγής από το καταραμένο μέρος την καθησύχασε κάπως. Ετοίμασε την τσάντα της και πήγε προς το τηλέφωνο να πάρει μια φίλη της. Μόλις σήκωσε το ακουστικό πριν ακόμα προλάβει να πάρει το νούμερο, το ίδιο σατανικό γέλιο που είχε ακούσει νωρίτερα, ξεχύθηκε και την πάγωσε. Το μικροτηλέφωνο έπεσε για άλλη μια φορά από τα χέρια της. Σχεδόν κλαίγοντας από τα νεύρα και την αγωνία της, η Ελένη όρμησε τρέχοντας να πάρει την τσάντα της και να εξαφανιστεί από το κωλόσπιτο. Και τότε τα φώτα σβήσανε για άλλη μια φορά Το σκοτάδι γέμισε ψιθύρους. Το σπίτι άρχισε να χορεύει γύρω της. Σαν να βρισκόταν σ’ ένα καλειδοσκόπιο που κάποιος το γυρνούσε, οι τοίχοι στριφογύριζαν, φέρνοντάς της ίλιγγο. Το σπίτι της την είχε παγιδεύσει σ’ έναν κλοιό που ολοένα και στένευε. Άρχισε να τσιρίζει όσο πιο δυνατά μπορούσε αλλά ήξερε πια καλά ότι αυτή τη φορά κανείς δεν θα’ ρχότανε. Τότε το σκοτάδι άρχισε να βγάζει μικρές λάμψεις. Ήταν λες και οι τοίχοι μέσα στο φρενιασμένο στριφογύρισμά τους, πετούσαν σπίθες. Η Ελένη σταμάτησε να τσιρίζει μόλις μια από αυτές τις λάμψεις ξέφυγε από την τροχιά της και της έδωσε μια κατακέφαλα. Έπεσε με δύναμη κατά πίσω, ζαλισμένη. Η φωτιά δεν την είχε κάψει καθόλου κι αυτό της φάνηκε εξαιρετικά περίεργο.
Της ερχόταν να ξεράσει από το διαρκές στροβίλισμα του σπιτιού και δεν μπορούσε πια να διακρίνει τίποτα πέρα από μια θολούρα από τοίχους, έπιπλα και σπίθες που γύριζε δαιμονισμένα. Και μέσα από αυτόν τον ανεμοστρόβιλο ξεπήδησε σαν άγγελος απ’ την κόλαση η Ευρυδίκη Λαμπίρη με τον ακόλουθό της, το καφέ τσιουάουα.
Όλο αυτό το συνοθύλευμα πίσω της, της έδινε μια δαιμονική ομορφιά. Τα γκρίζα της μαλλιά με τον κότσο του κατηχητικού, λάμπανε σαν μέταλλο. Η ρόμπα της ήτανε λουσμένη στις σπίθες κι είχε πάρει μια αυτοκρατορική όψη. Οι παντόφλες της αιωρούνταν μερικά εκατοστά από το πάτωμα και μικρές φλόγες σιγοκαίγανε από κάτω τους. Παρ’ όλ’ αυτά το πρόβλημα ομιλίας παρέμενε. Μόλις η Ευρυδίκη Λαμπίρη άνοιξε το στόμα της βγήκε η απόλυτη σιωπή. Συνεχίζοντας να μιλά σιωπηλά και αιωρούμενη, πλησίασε την πεσμένη Ελένη, την κοίταξε έντονα και χαμογέλασε διαβολικά. Μετά άπλωσε ένα ξερακιανό χέρι , με δέρμα που γυάλιζε σαν του φιδιού κι έπιασε το χέρι της.
Πριν η Ελένη λιποθυμήσει και γλιτώσει από τον τρόμο που την πλημμύριζε, κατάλαβε ότι το φάντασμα κάτι της είχε γλιστρήσει στην παλάμη της και συνειδητοποίησε ότι οι νεκροί δεν είναι παγωμένοι αλλά καίνε.
Όταν ξύπνησε το πρώτο πράγμα που είδε ήταν δυο μεγάλα καστανά μάτια που την κοίταζαν λυπημένα. Το τσιουάουα ήταν δίπλα της και της έγλυφε με πάθος το χέρι αλλά από την κυρία του ούτε ίχνος δεν φαινότανε. Το διαμέρισμά της ήτανε ακριβώς όπως το είχε αφήσει, ενώ ετοιμαζότανε να φύγει. Ούτε φωτιές, ούτε αστραπές, ούτε ιπτάμενες σπίθες. Ησυχία και αναμμένα φώτα παντού και το ακουστικό του τηλεφώνου βαλμένο πάλι πάνω στη συσκευή. Παραδόξως δεν αισθανότανε πια κανένα φόβο. Πήγε να χαϊδέψει το τσιουάουα, που είχε χάσει πια κάθε τι απόκοσμο από πάνω του κι έτσι όπως άνοιξε το σφιγμένο χέρι της ένα χαρτάκι γλίστρησε από μέσα. Τότε θυμήθηκε ότι κάτι της είχε δώσει η Ευρυδίκη Λαμπίρη και το άνοιξε. “ Πρόσεξέ τον. Εγώ δεν μπορώ. Τον λενε Μενέλαο.” έγραφε το σημείωμα. Η Ελένη κοίταξε τον Μενέλαο κι ο Μενέλαος την Ελένη. Της κούνησε την ουρά. Εκείνη τη στιγμή η Ελένη αποφάσισε να τον ξαναβαφτίσει με ένα λιγότερο ηρωικό όνομα . Έτσι κι αλλιώς οι περιπετειώδεις μέρες του μάλλον πέρασαν. Σηκώθηκε νιώθοντας πολύ κουρασμένη, αλλά ξέροντας ότι ποτέ πια δεν θα της ζητούσε κανείς την Ευρυδίκη Λαμπίρη. Σήκωσε το τηλέφωνο και το σήμα του ακουγόταν κανονικά. Έσβησε τα περισσότερα φώτα και ξάπλωσε στον καναπέ με το τσιουάουα αγκαλιά, προσπαθώντας να σκεφτεί ένα όνομα. Έτσι η Ελένη απόκτησε σκύλο.

3 Comments:

Blogger YO!Reeka's said...

Α στα διάλα τρόμαξα! Ωραία ιστορία, μου άρεσε πολύ!

9:19 AM  
Anonymous Anonymous said...

Ωραία περνάς στο μεγάλο πουθενά. επιπλέεις σαν ντόνατ στο πυκτό ζελέ, δε φοβάσαι τίποτε, όλα είναι πιθανά και απίθανα ταυτόχρονα, όλα συμβαίνουν παράλληλα. Εμείς και οι υπόλοιποι πολυδιαστασιακοί μας εαυτοί χοροπηδάμε μέσα στο άπειρο και επαναλαμβάνουμε χαμογελώντας το τραγουδάκι: η μικρή ελένη κάθεται και κλαίει....Μέσα στο μεγάλο πουθενά παίζω και μαθαίνω. Μέσα στο μεγάλο πουθενά χάνω και επιμένω. Μέσα στο μεγάλο πουθενά αγαπάω και...
α στο διάλο μελαγχόλησα με τις μαλακίες που γράφω. ε δεν θα είναι και όλες οι ιστορίες θρίλερ, ας υπάρχει και μια άρλεκιν!!!!
πολλές διαστημικές, τρομαχτικές, ανατριχιαστικές, κοψοχολιαστικές....αγκαλιές.

11:17 AM  
Blogger salparadise said...

gelial,
pepperhell,
ευχαριστώ πολύ αμφότερους.

10:56 AM  

Post a Comment

<< Home