THE BIG NOWHERE

ένα σημειωματάριο

Friday, March 10, 2006

ΠΡΙΝ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ 3

Πριν μια βδομάδα η Μαρίνα ξύπνησε, φωνάζοντας απ’ τον τρόμο της. Πρώτη φορά της συνέβαινε αυτό. Είχε δει στον ύπνο της ότι ήταν βράδυ, καθόταν στο σπίτι της που δεν ήταν ακριβώς το δικό της και ξαφνικά πρόσεξε ότι έλειπε ο γάτος της. Σχεδόν σίγουρη ότι ο άτιμος ο Τζίνο την είχε κάνει κάποια στιγμή που μπήκε ή βγήκε από το σπίτι, πήγε και άνοιξε την εξώπορτα. Είδε έναν διάδρομο γεμάτο μισάνοιχτες πόρτες και πρόσεξε ότι ο γάτος της ήταν σ’ ένα διαμέρισμα απέναντι , κόβοντας βόλτες ανάμεσα σε δύο ημιπαράλυτες γριές που αδιάφορες για την παρουσία του, έβλεπαν τηλεόραση.
Τον φώναξε αλλά εκείνος δεν της έδωσε σημασία. Οι πόρτες από τα διαμερίσματα κλείσανε όλες ταυτόχρονα μ’ έναν δυνατό θόρυβο, αφήνοντας την μόνη να φωνάζει τον γάτο. Εκείνη τη στιγμή χωρίς να προλάβει να δει από πού, κάποιος έσπρωξε την πόρτα της με δύναμη ρίχνοντας την προς τα πίσω. Ζαλισμένη και τρομαγμένη το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν ότι ο άγνωστος ήταν πολύ ψηλός και φορούσε τζιν. Άνοιξε το στόμα της, άρχισε να ουρλιάζει και τότε ξύπνησε. Πανικόβλητη σηκώθηκε τρέχοντας από τον καναπέ που την είχε πάρει ο ύπνος κι έτρεξε στην εξώπορτα. Διαπίστωσε ότι ήταν κλειστή και κλειδωμένη. Μετά πήγε και στην μπαλκονόπορτα της κουζίνας-το ίδιο. Κάπως πιο ήρεμη, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε το μπουκάλι με το νερό και ήπιε το μισό, πήρε μια βαθιά αναπνοή και κατουρήθηκε πάνω της. Έμεινε άναυδη, ούτε που θυμόταν ποια ήταν η τελευταία φορά που είχε κατουρηθεί, μάλλον χάνονταν στα βάθη της παιδικής της ηλικίας. Αηδιασμένη από τον εαυτό της όρμησε στο μπάνιο, πλύθηκε, καθάρισε το πάτωμα και άρχισε να ψάχνει τις ντουλάπες της χωρίς να ξέρει γιατί. Έψαχνε όμως μανιασμένα, μετακινώντας πράγματα, χωρίς να ενδιαφέρεται μετά να τα βάλει στη θέση τους, μέχρι που το χέρι ης έπιασε ένα πακέτο και κατάλαβε ότι ήταν το σωστό. Νευρικά έσκισε το στρατσόχαρτο κι έβγαλε από μέσα μερικά παιδικά ρούχα. Ήταν τα μόνα παιδικά της ρούχα που είχε κρατήσει γιατί κάτι της θυμίζανε. Όλα τα υπόλοιπα είχανε λιώσει ή χαριστεί. Μεταξύ της καρό σκωτσέζικης φούστας και του πρώτου της μικροσκοπικού τζιν, βρήκε αυτό που έψαχνε, ένα βυσσινί κοτλέ παντελονάκι, που τώρα πια μύριζε λεβάντα.
Όταν η Μαρίνα ήταν 4 χρονών, οι δικοί της την πήγαν στο νηπιαγωγείο. Ήξερε ήδη να διαβάζει απλές λέξεις και μπορούσε να φτιάχνει παζλ των 50 κομματιών. Δεν μπορούσε όμως να βρει πάντα το σωστό χρόνο που έπρεπε να παει στην τουαλέτα. Πολλές φορές τα βράδια έβλεπε το ίδιο όνειρο. Ότι κατουριόταν κι έπρεπε να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Έβλεπε ότι πραγματικά σηκωνόταν κι έφτανε μέχρι την τουαλέτα όπου πήγαινε κανονικά, μόνο που στην πραγματικότητα δεν είχε σηκωθεί ποτέ από το κρεβάτι της και για άλλη μια φορά είχε κάνει μούσκεμα το στρώμα της.
Μια μέρα στο νηπιαγωγείο με τα άλλα μικρά φτιάχνανε κάρτες για τη γιορτή της μητέρας. ‘Ήταν τόσο απορροφημένη από την προσπάθεια που ούτε το κατάλαβε για πότε τα’ κανε πάνω της. Μόνο όταν ένιωσε κάτι ζεστό και υγρό στο παντελόνι της, συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί και πάτησε τις φωνές. Η διευθύντρια του νηπιαγωγείου την πήρε και την πήγε σ’ ένα δωματιάκι με ράφια στους τοίχους. Πολλά από τα ράφια είχανε ρούχα που όπως της εξήγησε η διευθύντρια ήταν γι’ αυτές τις περιπτώσεις.
Την έπλυνε, της φόρεσε ένα καθαρό βρακάκι και το βυσσινί κοτλέ παντελόνι ,που της είπε να το κρατήσει. Και το κράτησε.
Τώρα όμως; Γιατί πάλι τα ίδια; Εκνευρισμένη που δεν μπορούσε να βρει μια απάντηση, άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να περιφέρεται στο σπίτι, προσπαθώντας να εξηγήσει τα ανεξήγητα, μέχρι που χτύπησε η πόρτα. Η Μαρίνα τα’ παιξε, αναπήδησε τρομαγμένη κι αισθάνθηκε πάλι συσπάσεις στην κύστη της. Πήγε ακροπατώντας στην πόρτα, τρέμοντας από το φόβο της και κοίταξε από το ματάκι. Δεν μπόρεσε να δει τίποτα, ήταν σαν να το’ κλεινε ένα χέρι. Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό σημάδι. Αφουγκράστηκε αλλά δεν άκουσε τίποτα απ’ έξω. Αποφάσισε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ανοίξει την κωλόπορτα κι ότι θα περνούσε όλο το βράδυ της εκεί,από πίσω με το τηλέφωνο στο ένα χέρι και το κουζινομάχαιρο στο άλλο. Και μετά η πόρτα άρχισε να τραντάζεται. Σιγά στην αρχή κι όλο και πιο γρήγορα μετά σαν να γινόταν σεισμός. Η Μαρίνα κοίταξε τις λάμπες, ελπίζοντας στην καλή της τύχη. Ακίνητες. Με μια τελευταία δυνατή δόνηση η πόρτα άνοιξε διάπλατα, μαζί με το στόμα της Μαρίνας που το ουρλιαχτό όμως της κόπηκε όταν είδε ότι μπροστά της στεκόταν η διευθύντρια από το νηπιαγωγείο της.
Όταν η Μαρίνα έκλεινε χρόνο στο νηπιαγωγείο, είχε ένα ατύχημα. Μια μέρα που ήταν όλα τα παιδάκια στην αυλή, παίζανε με τη ρόδα. Εκείνη ήταν σ’ αυτούς που τη γυρνούσανε . Έτσι όπως τρέχανε λοιπόν τα παιδιά από κάτω γυρνώντας τη ρόδα για τους προνομιούχους που καθόταν πάνω, η Μαρίνα σκόνταψε κι έπεσε. Με τη φόρα που είχανε πάρει, κανένας δεν πρόλαβε να σταματήσει και πάνω από δέκα έξαλλα πιτσιρίκια πέρασαν από πάνω της, τσαλαπατώντας την. Εκείνη την ώρα που η Μαρίνα έτρωγε χώμα κι αισθανόταν να πνίγεται, το μόνο που θυμάται ήταν το χαμογελαστό πρόσωπο της διευθύντριας καθώς ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος τους.
Το ίδιο πρόσωπο έβλεπε και τώρα, στο κατώφλι της πόρτας, έτοιμη να τα κάνει πάνω της για άλλη μια φορά. Το ίδιο αφύσικα χαμογελαστό, όπως κάθε φορά που το έβλεπε μπροστά της. Χωρίς να πει λέξη το φάντασμα του παρελθόντος προχώρησε προς το μέρος της εμβρόντητης Μαρίνας, στάθηκε μπροστά της, σήκωσε το χέρι και της άστραψε μια σφαλιάρα που την έκανε να δει τον ουρανό σφοντύλι. Η Μαρίνα έπεσε πίσω αναίσθητη.
Όταν συνήλθε, δεν μπορούσε να καταλάβει που βρισκόταν. Γύρω της ήταν όλα σκοτεινά και δεν μπορούσε να διακρίνει σχεδόν τίποτα. Άρχισε να πιστεύει ότι βρισκόταν στη μέση ενός εφιάλτη, ότι δεν είχε ξυπνήσει ακόμα από το όνειρο που έβλεπε με τον ψηλό άγνωστο κι ότι η ανώμαλη η διευθύντρια πρέπει να ήταν μια προέκτασή του στον ύπνο της.
Τα όνειρα είναι συνήθως μια καλή δικαιολογία για ότι μας συμβαίνει στην πραγματικότητα. Δυστυχώς όμως η Μαρίνα δεν είχε πια καμιά δικαιολογία κι αυτό το κατάλαβε όταν η πόρτα άνοιξε και στο σκοτάδι διαγράφηκε η σιλουέτα της καταραμένης της διευθύντριας. Μόνο που δεν ήταν μόνη της, πίσω της στεκόταν μια ψηλόλιγνη δυσδιάκριτη φιγούρα.
Λίγο μετά το ατύχημα με τη ρόδα, ήρθε στο νηπιαγωγείο ο Αλέξης. Ήταν 3 μήνες μεγαλύτερος από τη Μαρίνα, αδύνατος, καστανός, με τεράστια πράσινα μάτια, ήσυχος και πολύ ντροπαλός. Το είδος του παιδιού που όταν το έχεις μαζί σου, σε σταματάνε στο δρόμο για να σου πούνε τι όμορφο και τι γλυκό πλάσμα είναι αυτό. Και όντως ήτανε.
Όλα τα κοριτσάκια πέσανε πάνω του και σκοτωνότανε ποια θα πρωτοκάνει παρέα μαζί του. Μέσα σε μια βδομάδα τον είχανε γεμίσει με σοκοφρέτες, τσιμπιές και φιλάκια, λες και κάνανε προσφορές στον θεό τους. Αλλά ο Αλέξης από όλους , την Μαρίνα προτιμούσε για παρέα κι εκείνη μια που μετά από ενάμιση χρόνο κάνοντας τα ίδια και τα ίδια, είχε σκυλοβαρεθεί, βρήκε καινούριο παιχνίδι. Η αλήθεια είναι ότι, σαν παιδάκι κι αυτή, τον ταλαιπώρησε πολύ τον κακομοίρη. Τον χτυπούσε, τον κορόιδευε μπροστά σε όλους, του έπαιρνε τα πράγματά του και τα πετούσε κι αυτός ο δύστυχος κάθε μέρα που ερχότανε, όλο δίπλα της έτρεχε και την κοιτούσε γεμάτος λατρεία, περιμένοντας στωικά τα καινούρια μαρτύρια που θα τον υπέβαλλε η σκύλα του νηπιαγωγείου.
Η αλήθεια είναι ότι 30 χρόνια μετά την εποχή του νηπιαγωγείου η συμπεριφορά της Μαρίνας απέναντι στους ανθρώπους που την αγαπούσανε, δεν είχε αλλάξει και δραματικά. Μέχρι και ο γάτος της, ο Τζίνο, σκεφτόταν σοβαρά να την φτύσει την ανισόρροπη και να αναζητήσει την τύχη του στους δρόμους.
Γιατί όμως τώρα της συνέβαινε αυτό; Πως εμφανίστηκε η διευθύντρια ξανά μπροστά της και τι δουλειά είχε ο Αλέξης μαζί της; Γιατί η Μαρίνα παρόλο που δεν έβλεπε, ήξερε βαθιά μέσα της ότι αυτός ήταν που στεκόταν στην πόρτα κι ότι αυτός ήτανε στο όνειρό της που την έσπρωξε προς τα πίσω. Η ώρα της εκδίκησης; Ανασηκώθηκε αργά, ζαλισμένη ακόμα από την σφαλιάρα και κοίταξε πρώτα γύρω της και μετά τις δύο ακίνητες και αμίλητες σκιές στην πόρτα. Από το ελάχιστο φως που έμπαινε είδε γύρω της ράφια και ξαφνικά κατάλαβε ότι βρισκόταν στο δωματιάκι του νηπιαγωγείου, εκεί που την είχανε αλλάξει όταν κατουρήθηκε πάνω της. Μόλις το σκέφτηκε αυτό, οι δύο φιγούρες άρχισαν να κινούνται προς το μέρος της. Η Μαρίνα άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Έτσι κι αλλιώς τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να είναι πραγματικό. Η μονοκατοικία που στεγάζονταν το νηπιαγωγείο είχε κατεδαφιστεί καμιά εικοσαριά χρόνια πριν κι ενώ ο Αλέξης έδειχνε μάλλον στην πραγματική ηλικία που έπρεπε να είναι τώρα, η διευθύντρια έμοιαζε αφύσικα νέα, όπως την είχε αφήσει φεύγοντας από κει. Τα χέρια όμως που την έπιασαν και την σήκωσαν ήταν πραγματικά.
Οι δύο συνένοχοι του παρελθόντος την έσυραν μέσα στους διαδρόμους του νηπιαγωγείου που έμοιαζε ανατριχιαστικά απαράλλαχτο από το τότε, μέχρι που έφτασαν στη μεγάλη αίθουσα που παίζανε τα παιδάκια όποτε έβρεχε.
Μια μέρα στο νηπιαγωγείο τους είχανε πει ότι την επόμενη θα παίζανε τον μπακάλη και ότι κάθε παιδί έπρεπε να φέρει απ’ το σπίτι του κάτι που βρίσκεις μέσα σ’ ένα μπακάλικο για να έχουνε τα εμπορεύματα. Η Μαρίνα έφερε ένα λάχανο. Γιατί; Ποτέ δεν μπόρεσε να το εξηγήσει. Ίσως ενδόμυχα να έλπιζε να το εκσφενδονίσει κάποια στιγμή στο κεφάλι του Αλέξη ή κάποιου άλλου βολικού θύματος. Το λάχανό της πάντως σημείωσε μεγάλη επιτυχία μια και μετά το παιχνίδι, όλα τα μικρά περιφρονώντας τις σοκολάτες και τα μπισκότα, ρίχτηκαν πάνω του και το καταβρόχθισαν, προς μεγάλη απογοήτευση της Μαρίνας που άλλα σχέδια είχε για το λαχανικό της.
Στην αίθουσα παιχνιδιού λοιπόν, έριξαν τη Μαρίνα πάνω στον πάγκο του μπακάλη και την έδεσαν σφιχτά. Κανείς από τους δύο δεν μιλούσε κι αυτό έκανε τον τρόμο της να μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Η αφόρητη σιωπή που επικρατούσε έκανε την όλη κατάσταση εξωπραγματική κι όταν η Μαρίνα προσπάθησε να τους πει κάτι, ανακάλυψε ότι ήταν αδύνατο. Λέξη δεν έβγαινε, λες και κάποιος της είχε φράξει το λάρυγγα.
Ούτε ακόμα κι όταν είδε την καλή της διευθύντρια μέσα στο μισοσκόταδο να βγάζει απ’ το συρτάρι του πάγκου ένα τεράστιο κουζινομάχαιρο. Ούτε όταν είδε τον Αλέξη να την πλησιάζει με τα μεγάλα του πράσινα μάτια να αστράφτουν περίεργα. Αφού τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να είναι πραγματικό. Αφού τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε λόγο να γίνεται-έτσι δεν είναι; Το κουζινομάχαιρο διαπέρασε ακριβώς στη μέση την προδότρια ασυγκράτητη κύστη της και συνέχισε να μην καταλαβαίνει γιατί.
Δέκατη τρίτη εξαφάνιση μέσα σε δύο χρόνια , θεωρήθηκε η Μαρίνα. Όλοι οι εξαφανισθέντες είχαν κάτι κοινό. Όλοι είχανε περάσει από το ιδιωτικό νηπιαγωγείο της μακαρίτισσας εδώ και είκοσι χρόνια Πέπης Μαγουλά-Οικονόμου. Κατά τα’ άλλα οι υποθέσεις τους ήταν πανομοιότυπες. Όλοι είχανε εξαφανιστεί βράδυ από το σπίτι τους, που δεν είχε ούτε ίχνος παραβίασης και όλων οι ντουλάπες ήταν ανοιγμένες και ανακατωμένες σαν να έψαχναν οι ίδιοι κάτι. Ο πρώτος που εξαφανίστηκε ήταν ο αγαπημένος ανηψιός της κυρίας Μαγουλά-Οικονόμου, Αλέξανδρος Σχοινάς. Δεκαεφτά ακόμα μαθητές είχανε σειρά.

2 Comments:

Anonymous Anonymous said...

... μια ιστορια για το πραγματικο "big-nowhere" που μαλλον κ αυτο εξαφανιστηκε βραδυ χωρις ιχνη παραβιασης... super

5:10 AM  
Anonymous Anonymous said...

εμένα πάντως η μαρινοιστορία με στεναχωρεί, τελεία και παύλα...πολύ σκληρά πληρώνει τα παιδικά της αμαρτήματα...

7:15 AM  

Post a Comment

<< Home