THE BIG NOWHERE

ένα σημειωματάριο

Thursday, March 23, 2006

ΠΡΙΝ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ 5

Πριν μια βδομάδα η Νίκη είδε έναν εφιάλτη. Ξύπνησε στη μέση της νύχτας, ολομόναχη σε μια σκηνή. Το στομάχι της ήταν ανακατεμένο από τον τρόμο. Η φίλη της που ήταν μαζί στο κάμπινγκ είχε πάει στην παραλία να χαζέψει την πανσέληνο. Η Νίκη ανασηκώθηκε, έβγαλε μια κραυγή που χάθηκε μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας και ξανάπεσε πίσω. Μέσα από τη σίτα της σκηνής το μόνο που μπορούσε να δει ήταν οι λεύκες που κουνιόταν απαλά στο βραδινό αεράκι. Κάρφωσε το βλέμμα της σε μια από αυτές και σιγά σιγά ξανακοιμήθηκε. Το πρωί αισθανόταν χάλια. Δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς το γιατί αλλά ήταν σίγουρη πως είχε να κάνει με τους βραδινούς εφιάλτες της. Το χειρότερο απ’όλα ήταν ότι ούτε καν θυμόταν τι είχε δει. Συνήθως θυμόταν τα όνειρά της κι αυτό την βοηθούσε. Καθώς ήταν ένας πολύ λογικός άνθρωπος που είχε διαβάσει την ‘Ερμηνεία των ονείρων’ του Φρουντ προσπαθούσε πάντα να εξηγήσει γιατί είχε δει αυτό που είδε.
Τώρα μην ξέροντας καν τι ήταν αυτό, αισθανόταν κάτι πολύ απειλητικό να την τριγυρνά.
Όλη τη μέρα αντάλλαξε ελάχιστες κουβέντες με τους υπόλοιπους της παρέας της. Κάτι την έκανε να νιώθει συνέχεια κουρασμένη και άδεια από ενέργεια. Η ζέστη τη ζάλιζε, ο κόσμος την σύγχυζε και οι σκιές του μεσημεριού την τρομάζανε. Οι άλλοι νομίσανε ότι την είχε χτυπήσει ο ήλιος και δεν έκανε τον κόπο να εξηγήσει σε κανέναν τι ακριβώς της είχε συμβεί. Καθώς το βράδυ έπεφτε, ήθελε να φύγει τρέχοντας. Περισσότερο λοιπόν για να μη μείνει μόνη, πήγε με τους υπόλοιπους να κάτσουνε στην αμμουδιά και να χαζέψουν αυτή τη φορά τα αστέρια .
Κάποια στιγμή ένιωσε πολύ κουρασμένη. Σηκώθηκε , είπε στους άλλους ότι θα πήγαινε για ύπνο και ξεκίνησε να πάει στη σκηνή της.
Περπατώντας στους δρόμους του κατάμεστου κάμπινγκ, αισθανόταν πιο τρομαγμένη από ποτέ. Οι ψίθυροι την έκαναν να ανατριχιάζει, ο αέρας την έκανε να γυρνά για να δει πίσω από την πλάτη της και τα ροχαλητά των κοιμισμένων την έκαναν να αναπηδά ταραγμένη.
Όταν έφτασε στη σκηνή της χώθηκε μέσα κι άναψε τον φακό της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξετύλιξε τον υπνόσακό της. Παρά τον φόβο της αισθανόταν εξαντλημένη. Το να είσαι συνεχώς τρομαγμένος δεν είναι κι εύκολη δουλειά. Έτσι την πήρε σχετικά γρήγορα ο ύπνος.
Αυτό που την ξύπνησε αργότερα, δεν κατάλαβε ακριβώς τι ήταν. Πάντως όνειρο δεν ήταν. Είχε όμως μια περίεργη αίσθηση ότι κάποιος την φώναζε. Για μερικά δευτερόλεπτα αφού είχε ξυπνήσει έμεινε ακίνητη κοιτώντας πάλι τη σίτα της σκηνής.
Κανείς από την παρέα της δεν φαινόταν έξω. Έβλεπε πάλι μόνο τις λεύκες να σείονται.
Μετά έχοντας μια ξαφνική παρόρμηση σύρθηκε έξω από τον υπνόσακο και ανοίγοντας τη σίτα, κοίταξε έξω. Στην αρχή δεν είδε τίποτα. Το κάμπινγκ ήταν πια απόλυτα ήρεμο και κοιμισμένο. Ακόμα και οι ψίθυροι από τις διάφορες παρέες είχαν σταματήσει. Ούτε κανείς από του φίλους της φαινόταν, μάλλον θα τους είχε πάρει ο ύπνος στην παραλία.
Μετά όμως διέκρινε κάτι στο βάθος, προς τις τουαλέτες. Οι τουαλέτες του κάμπινγκ ήταν μεγάλα κτίσματα που γύρω-γύρω είχαν παράθυρα μονίμως ανοιχτά. Σ’ ένα από αυτά τα παράθυρα, είδε κι η Νίκη κάτι. Γύρω από το παράθυρο έλαμπε ένα έντονο πορτοκαλί φως- πράγμα περίεργο γιατί στο κάμπινγκ δεν είχανε πορτοκαλί φώτα-και μέσα από το παράθυρο μια γαλάζια μορφή φαινόταν σαν να τη χαιρετάει. Κι η Νίκη είχε την απόκοσμη εντύπωση ότι αυτή η γαλάζια μορφή ήταν που φώναζε το όνομά της. Το πλάσμα ή οτιδήποτε ήταν αυτό που της έγνεφε, σείονταν με αργές κινήσεις και ήταν τόσο όμορφο σαν να κολυμπούσε μέσα σε μια πορτοκαλί θάλασσα. Η φωνή του έρχονταν κατά κύματα μέσα στη βραδινή ησυχία. Η Νίκη δεν μπορούσε να αντισταθεί στο άκουσμά της. Σύρθηκε έξω από τη σκηνή, σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος της φιγούρας. Όσο προχωρούσε συνέχιζε ν’ακούει το όνομά της σαν να το’ παιρναν οι λεύκες και να της το φέρνανε με τον αέρα. Δεν αισθανόταν φόβο. Στην πραγματικότητα δεν αισθανόταν τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή πέρα από μια αβάσταχτη έλξη να φτάσει το άγνωστο πλάσμα, να το αγγίξει, να καταλάβει γιατί της φαινόταν το πιο όμορφο πράγμα που είχε δει στη ζωή της. Τρέμοντας από ανυπομονησία διέσχισε τα λίγα μέτρα που χωρίζανε τη σκηνή από τις τουαλέτες και φτάνοντας, σήκωσε τα μάτια της στο παράθυρο.

ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΧΗ
Μόλις σήκωσε τα μάτια της, το πορτοκαλί φως χύθηκε και την έλουσε ολόκληρη. Η γαλάζια φιγούρα μεγάλωσε και απλώθηκε σαν χρώμα που του έριξαν νερό. Έσκυψε πάνω από τη Νίκη και την αγκάλιασε. Τώρα έβλεπε τα πάντα μέσα από ένα πορτοκαλί πέπλο, ελαφρά παραμορφωμένα. Τα δέντρα γύρω της άλλαξαν σχήμα και χρώμα, ο αέρας έγινε πιο πυκνός. Οι σκηνές, οι τέντες, τα τροχόσπιτα, έχασαν το σχήμα τους και γίνανε αόριστα σχήματα που πλέανε σε μια θάλασσα με τρομακτικό χρώμα. Τίποτα γύρω της δεν είχε πια συγκεκριμένο όγκο, τα πάντα αλλάζανε συνεχώς και ρέανε, περνούσαν από δίπλα της σαν μια παρέλαση φαντασμάτων, φεύγανε και ξανάρχονταν. Μπορούσε ν’ απλώσει το χέρι της και να τα’ αγγίξει και πάλι δεν έπιανε τίποτα λες και τα πάντα είχανε εξαϋλωθεί και είχανε περάσει σ’ έναν κόσμο χωρίς όρια, χωρίς βαρύτητα, χωρίς ουσία.
Η γαλάζια φιγούρα γουργούρισε άλλη μια φορά το όνομά της και την έσπρωξε απαλά μπροστά. Υπακούοντας στην προτροπή της η Νίκη κολύμπησε μέσα στον νυχτερινό αέρα μέχρι τη σκηνή της, γλίστρησε μέσα, κοιμήθηκε αιωρούμενη και δεν ξαναφοβήθηκε ποτέ στη ζωή της.
Το επόμενο πρωί, οι φίλοι της φάγανε όλο το κάμπινγκ αλλά τη Νίκη δεν μπόρεσαν να τη βρουν πουθενά. Το μόνο περίεργο ήταν ότι όταν άνοιξαν τη σκηνή της ένα πορτοκαλί φως ξεχύθηκε, τους τύφλωσε για μια στιγμή και εξαφανίστηκε.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΧΗ

Μόλις σήκωσε τα μάτια της, το πορτοκαλί φως χύθηκε και την έλουσε ολόκληρη. Η γαλάζια φιγούρα μεγάλωσε κι απλώθηκε σαν χρώμα που του έριξαν νερό. Έσκυψε πάνω απ’ τη Νίκη κι άνοιξε τα μάτια της, τρεις μεγάλους γκρίζους κύκλους που την κοιτούσαν με καλοσύνη. Μια γραμμή σχηματίστηκε στο κάτω μέρος του προσώπου της , σαν χαμόγελο. Και μετά έβγαλε δόντια. Άνοιξε κάτι σαν στόμα και φανέρωσε μια σειρά δόντια σαν στιλέτα, μακριά και κοφτερά, εντελώς δυσανάλογα με το μέγεθός της. Ο τρόμος του προηγούμενου εφιάλτη πλημμύρισε τη Νίκη που προσπάθησε να ξεφύγει αλλά ήταν πια παγιδευμένη σε μια πορτοκαλί ομίχλη που πύκνωνε συνεχώς. Τώρα το ονειρικό στοιχείο της υπόθεσης είχε εξαφανιστεί κι ο εφιάλτης έγινε πραγματικότητα μπροστά της. Τώρα θυμόταν πεντακάθαρα τι είχε δει στον ύπνο της-ότι ζούσε εκείνη τη στιγμή. Η αναπνοή της κοβόταν από τον φόβο και την πυκνή ομίχλη. Η φιγούρα που είχε μεταμορφωθεί πια σε απειλητικό τέρας έσκυβε πάνω της την αγκάλιαζε και μετά την έσπρωχνε ελαφρά σαν να έπαιζε μαζί της ένα φριχτό παιχνίδι. Για πόση ώρα συνεχίστηκε αυτό η Νίκη δεν μπορούσε να ξέρει. Είχε φτάσει να αισθάνεται σαν μύγα πιασμένη σε ιστό αράχνης και να εύχεται να γίνει κάτι-οτιδήποτε για να τελειώνει. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλα αυτά συνέβαιναν. Κάποια στιγμή το πλάσμα μάλλον βαρέθηκε το παιχνίδι, αποτραβήχτηκε λίγο και παίρνοντας φόρα όρμησε στην πανικόβλητη Νίκη, την τύλιξε ολόκληρη και άρχισε να την ξεσκίζει με τα δόντια-στιλέτα. Όταν τελείωσε, πέταξε λίγο πιο πέρα ότι είχε απομείνει και άρχισε ν’ απλώνεται σιγά-σιγά ώσπου δεν έμεινε τίποτα άλλο πέρα από μια ελαφριά πάχνη γύρω απ’ τις τουαλέτες που με το ξημέρωμα έγινε εντελώς αόρατη.
Λίγο μετά ο κύριος Βέρνερ Κόπκε, κάτοικος Μονάχου, που ξυπνούσε απ’ τ αξημέρωτα, πηγαίνοντας να κάνει την πρωινή του τουαλέτα, είδε τα απομεινάρια της Νίκης, γύρισε απ’ την άλλη, ξέρασε και πάτησε τις φωνές.
Για τρεις μέρες που η αστυνομία είχε αποκλείσει το κάμπινγκ, οι κατασκηνωτές ζούσανε μέσα στον τρόμο. Κάθε βράδυ περιπολίες γυρνούσανε τα δρομάκια και βλέπανε παντού φώτα αναμμένα και φοβισμένους ανθρώπους να κάθονται όλοι έξω και να συζητάνε για τον μανιακό του κάμπινγκ. Από μία άποψη είχαν έρθει όλοι πιο κοντά. Μετά αναγκάστηκαν να ανοίξουν ξανά τις πόρτες. Δεν βρήκανε ποτέ τίποτα.

ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΧΗ

Μόλις σήκωσε τα μάτια της, το πορτοκαλί φως χύθηκε και την έλουσε ολόκληρη. Η γαλάζια φιγούρα μεγάλωσε κι απλώθηκε σαν χρώμα που του έριξαν νερό. Η Νίκη έμεινε να κοιτά μαγεμένη την απίστευτη συμμετρία της και την χάρη των κινήσεών της στο χώρο. Ήταν σαν να χόρευε κάτι που κανείς δεν μπορούσε να συλλάβει. Η φιγούρα έσκυψε πάνω απ’ τη Νίκη και άνοιξε τα μάτια της, τρεις μεγάλους γκρίζους κύκλους που την κοιτούσαν με καλοσύνη. Μια γραμμή σχηματίστηκε στο κάτω μέρος του προσώπου της, σαν χαμόγελο. Η φιγούρα ανασηκώθηκε κι έγινε τεράστια, γέμισε όλο το κτίριο που ήταν οι τουαλέτες με πορτοκαλί και γαλάζια σύννεφα. Παράσυρε τη μαγεμένη Νίκη κι άρχισε να χορεύει μαζί της. Κι όσο χορεύανε όλη η άχρηστη και μίζερη ζωή της περνούσε μπροστά από τα μάτια της και εξαφανιζόταν στους χρωματιστούς καπνούς του πλάσματος. Σαν κάποιος να την άδειαζε από κάθε τι κακό και ανόητο, η Νίκη αισθανόταν να ελευθερώνεται, γέμιζε δύναμη κι ενέργεια. Οι άγνωστοι εφιάλτες της δεν είχανε πια καμιά σημασία γιατί η ίδια ήταν αυτή που τους έφτιαχνε. Άρχισε να γελάει ανακουφισμένη και συνέχισε να στροβιλίζεται, λίγα μόλις εκατοστά κάτω από το ταβάνι μέχρι που έχασε κάθε αίσθηση του χώρου και του χρόνου.
Ξύπνησε πάνω που είχε αρχίσει να χαράζει. Βρισκόταν μπροστά στο ένα από τα τρία ντους, πεσμένη στο πάτωμα. Ήταν μούσκεμα και κρύωνε και η ντουζιέρα μπροστά της ανοιγμένη στο τέρμα κόντευε να πλημμυρίσει τα πάντα. Πριν καταλάβει τι ακριβώς γινότανε, ένας άντρας με σορτσάκι και σαγιονάρες όρμησε μέσα, φωνάζοντας κάτι ακατάληπτο σε μια ξένη γλώσσα, έκλεισε τη ντουζιέρα και άρχισε να τραντάζει τη Νίκη προσπαθώντας να τη συνεφέρει. Τρέμοντας απ’ το κρύο και την απογοήτευση που επέστρεψε πάλι στα δικά μας, η Νίκη άρχισε να κλαίει, προκαλώντας την πλήρη σύγχυση του κυρίου Κόπκε που έτσι κι αλλιώς δεν καταλάβαινε τίποτα.
Μετά το επεισοδιακό αυτό τριήμερο στο κάμπινγκ οι φίλοι της Νίκης της συστήσανε να πάει να δει μια πολύ καλή ψυχολόγο, για να ξεπεράσει τα προβλήματα υπνοβασίας.

5 Comments:

Blogger emptyscreen said...

εγώ θα ήθελα, αν ήμουν η νίκη, να μου συμβει η τρίτη σε συνδυασμό με την πρώτη εκδοχη, δηλ, να νιώσω τόσο ελεύθερη και ανάλαφρη που να εξαϋλωθώ κατά κάποιο τρόπο και να μή χρειαστεί να πάω σε ψυχολόγο για να με συνεφέρει, θα ήθελα να ήμουν χαμένη στην απόκρυφη κοσμάρα μου και όχι να με κατασπαράξει ένα γαλάζιο πλάσμα με κοφτερά δόντια!

11:24 PM  
Blogger emptyscreen said...

...αλλά δεν είμαι η νίκη

11:35 PM  
Anonymous Anonymous said...

τέταρτη εκδοχή: η νίκη έζησε και τις τρεις εκδοχές σε τρεις παράλληλες υπάρξεις της που ζουν ταυτόχρονα σε τρεις παράλληλες χρονικές πραγματικότητες και το πρωί που ξύπνησε ένιωθε μια ναυτία και μια σύγχυση ανεξήγητη (;)...μα πού πας και τα σκέφετεσαι αυτά παιδάκι μου, μπορείς να μου πεις;;;;
εντάξει, την τρίτη εκδοχή θα πάρουμε μάλλον βρε Μόλντερ, γιατί δεν κοστίζει και τίποτε να είσαι αισιόδοξος και ποιος θέλει να τον φάει το τέρας με τα κοφτερά γκρι δόντια (χάθηκαν τα τέρατα με πορτοκαλί δόντια;). εξάλλου εμείς έχουμε και ένα πλεονέκτημα εδώ στη γη: γιατί να ανησυχούμε για τα τέρατα που δεν βλέπουμε και μας απειλούν από το υπερπέραν; έχουμε φοβερότερα τέρατα εδώ, τον ίδιο μας τον εαυτό. είμαι θεός ή διάβολος, είμαι καλός ή κακός, είμαι άνθρωπος ή είμαι μαλάκας; (ρητορική είναι η ερώτηση, μην πάρει φόρα κανένας). the trouth is out there...

6:59 AM  
Blogger YO!Reeka's said...

εγώ πάλι ψηφίζω την πρώτη εκδοχή!

8:34 AM  
Blogger salparadise said...

emptyscreen:
emptyscreen είστε, ότι συνδυασμό θέλετε μπορείτε να κάνετε.Κι εγώ θα ' θελα να ήμουν έτσι αλλά.....
pepperhell:
ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια, αλλά κι εγώ δεν γράφω για παράλληλα σύμπαντα, για το δικό μας σύμπαν γράφω
gelial;
εγώ την δεύτερη-μετράει;

8:05 AM  

Post a Comment

<< Home