THE BIG NOWHERE

ένα σημειωματάριο

Friday, August 25, 2006

ΠΡΙΝ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ 6

Πριν μια βδομάδα η Φωτεινή κοιμήθηκε στο σπίτι της Ελένης. Ήταν εκεί από τ΄απόγευμα, βλέπανε ταινίες και μετά δεν είχε το κουράγιο ούτε νε συρθεί μέχρι το σπίτι της, οπότε δανείστηκε ένα μπλουζάκι και σωριάστηκε στο κρεββάτι. Η Ελένη που την άλλη μέρα δεν δούλευε, έμεινε να δει άλλη μια ταινία.
Η πλευρά του διπλού κρεββατιού που θα κοιμόταν η Φωτεινή έβλεπε στην μπαλκονόπορτα κι επειδή ήταν στον πρώτο όροφο, φαινόταν πεντακάθαρα η είσοδος της διπλανής πολυκατοικίας. Αυτό της άρεσε πολύ της Φωτεινής γιατί και τις άλλες φορές που είχε μείνει εκεί μπορούσε να βλέπει όσους μπαίνανε και βγαίνανε. Μισομεθυσμένα πιτσιρίκια που γυρνούσαν τα ξημερώματα προσπαθώντας να κάνουν όσο πιο σιγά μπορούσαν, εντελώς μεθυσμένοι ενήλικες που γυρνούσαν επίσης ξημερώματα αλλά μην έχοντας εξοργισμένους γονείς να περιμένουν, δεν τους ενδιέφερε και πολύ για την ησυχία, κουρασμένους ανθρώπους που βγαίνανε τα ξημερώματα για να πάνε στην δουλειά τους, η κίνηση των ανθρώπων νανούριζε την Φωτεινή, της έδινε ένα αίσθημα ασφάλειας οτι ο κόσμος προχωρούσε και τελικά κοιμόταν. Εκείνο το βράδυ όμως η είσοδος δεν είχε και πολύ δουλειά, κανείς δεν φαινόταν κι η Φωτεινή παρόλο που νύσταζε φριχτά, δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Πόση ώρα είχε περάσει δεν μπορούσε να καταλάβει. Κάπου στο βάθος ακουγόταν αχνά ο βόμβος της τηλεόρασης και κάποια στιγμή ένας σκύλος γάβγισε θυμωμένα. Τότε είδε μια σκιά να πλησιάζει την είσοδο. Μετακίνησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι για να βλέπει καλύτερα.
Η ψηλόλιγνη φιγούρα ενός άντρα άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο κεφαλόσκαλο (είναι άντρας, δεν είναι;), είχε το κεφάλι κατεβασμένο και το κουνούσε ελαφρά πέρα-δώθε λες κι έψαχνε κάτι στα παπούτσια του, μετά το σήκωσε απότομα και κοίταξε ακριβώς στην κατεύθυνση της Φωτεινής. Τότε η Φωτεινή ούρλιαξε, τα μάτια του δεν υπήρχαν, στη θέση τους ήταν δύο διαπεραστικές γαλάζιες ακτίνες που την κάρφωναν στη θέση της.
Η Φωτεινή προσπάθησε να εκλογικεύσει τα πράγματα, αυτά δεν συμβαίνουν κάθε μέρα, μήπως ήταν κανένας βλαμμένος που φορούσε τίποτα περίεργα γυαλιά και γυρνούσε τα βράδια για να τρομάζει τον κόσμο; Μήπως είχε κοιμηθεί και τον έβλεπε στον ύπνο της; Δεν μπορούσε να πιστέψει τίποτα. Το πλάσμα ήταν μπροστά της ολοζώντανο κι εντελώς ακίνητο, πέρα από το κεφάλι του που συνέχιζε να κουνιέται ελαφρά πέρα δώθε, χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω της (τώρα εναι σκοτάδι, τώρα είναι σκοτάδι πάλι).
Έτσι η Φωτεινή έβαλε τα κλάματα από τα νεύρα και την αγωνία της κι άρχισε να φωνάζει. Βιαστικά βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο (έρχεται η Ελένη, έρχεται) αλλά κανείς δεν φάνηκε στην πόρτα. Η Φωτεινή ξαναφώναξε, κανείς δεν απάντησε, τα βήματα δεν ακουγόταν πια. Προσπαθώντας να μην κοιτάζει προς το μπαλκόνι, σηκώθηκε τρέμοντας από το κρεββάτι βγήκε από το δωμάτιο κι άρχισε να ψάχνει σαν τρελή την Ελένη, η οποία δεν φαινόταν πουθενά. Έψαξε όλο το σπίτι, άνοιξε ντουλάπες, κοίταξε κάτω από καναπέδες και καρέκλες, μέχρι και στο καλάθι με τα άπλυτα έψαξε αλλά δεν βρήκε ίχνος της φίλης της, λες και μες στα άγρια μεσάνυχτα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε για τσιγάρα χωρίς καν να κλείσει το dvd που έπαιζε ακόμα τον "Επίμονο Κηπουρό". Μην έχοντας άλλο μέρος να ψάξει, μόνο το μπαλκόνι της έμεινε. Εντελώς παγωμένη, πλησίασε σιγά-σιγά την πόρτα, ελπίζοντας οτι δεν θα δει τον απέναντι, κρύφτηκε πίσω από την κουρτίνα και την τράβηξε σιγά-σιγά μήπως και δεν φανεί έξω. Το πλάσμα ήταν ακόμα εκεί, κοιτώντας προς την πλευρά της κρεβατοκάμαρας, αλλά μόλις η Φωτεινή ξεπρόβαλλε λίγο, έστρεψε απότομα το κεφάλι του και την κάρφωσε πάλι με τις ακτίνες του (μα σε βλέπω, σε βλέπω καθαρά).
Τρέμοντας ολόκληρη πια η Φωτεινή και μην αντέχοντας άλλο την αγωνία αυτού του ιδιότυπου κρυφτού αποφάσισε να αντιμετωπίσει την κατάσταση ξεσηκώνοντας τη γειτονιά στο πόδι (δεν το βλέπω μόνο εγώ, δεν μπορεί) και τράβηξε την κουρτίνα στο πλάι, για να βγεί στο μπαλκόνι. Δεν πρόλαβε, κάτι ήρθε με φόρα κι έπεσε πάνω στο τζάμι, κάνοντάς την να αναπηδήσει προς τα πίσω, ουρλιάζοντας. Αυτό που κάποτε ήταν η φίλη της (η Ελένη, ήρθε η Ελένη) στεκόταν κολλημένο στο τζάμι και την κοίταζε μόνο που δεν είχε πια μάτια, δεν είχε καν πρόσωπο πέρα από μια άμορφη μάζα που άλλαζε συνεχώς σχήμα, σαν αμοιβάδα και τα χέρια της πήγαιναν σαν τρελά πάνω στο τζάμι προσπαθώντας να το ανοίξουν. Τότε η Φωτεινή λιποθύμισε.
Όταν ξύπνησε, βρισκόταν στο κρεββάτι, στη θέση της. Ανασηκώθηκε απότομα, το φως της μέρας έμπαινε από τη μπαλκονόπορτα δίπλα της και στην είσοδο της διπλανής οικοδομής μια γυναίκα ανέβαζε το καροτσάκι με τα ψώνια της από την λαική.
Ανακουφισμένη που ήταν μόνο ένα όνειρο, η Φωτεινή σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι να ξυπνήσει την Ελένη, που σίγουρα την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Δεν την είδε πουθενά, η τηλεόραση όμως ήταν ανοιχτή και είχε χιόνια. Την έκλεισε και πήγε στο μπάνιο, χτύπησε την πόρτα, αλλά κανείς δεν απάντησε, ούτε ακουγόταν και τίποτα από μέσα.
Νιώθοντας να την λούζει πάλι κρύος ιδρώτας (όχι πάλι, όχι τα ίδια) έριξε μια ματιά στο σπίτι,αλλά δεν βρήκε τίποτα. Αποφάσισε να μην πανικοβληθεί. Μπορεί η Ελένη να είχε ήδη ξυπνήσει και να είχε πεταχτεί έξω (και η τηλεόραση;γιατί ήταν ανοιχτή η τηλεόραση;).
Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της που έκαιγε και μετά να σκεφτεί το οτιδήποτε. Πλησίασε το νεροχύτη κι έτσι όπως πήγε να σκύψει πάνω του, το βλέμμα της έπεσε στον καθρέφτη και είδε ότι τα μάτια της και τα μαλλιά της ήταν πλέον και τα δύο κάτασπρα. Την Ελένη δεν την βρήκαν ποτέ.

Wednesday, August 23, 2006

Build a fire, they' re gonna build a fire......

Θυμάμαι ακόμη καθαρά το σπίτι, τον κήπο, τις ελιές, την θάλασσα μπροστά. Την πλαγιά πίσω, τα πεύκα και τα ρέματα που από κει ανεβαίναμε στον βράχο μικροί. Θυμάμαι πολύ αμυδρά μια καλύβα μέσα σ'ένα ξέφωτο του δάσους και γύρω-γύρω μοσχομπίζελα.
Θυμάμαι την αλεπού που ερχόταν μέχρι κάτω και την ταίζαμε, μέχρι που βρέθηκε νεκρή, χτυπημένη από αυτοκίνητο στο δρόμο ( ίσως καλύτερα, που δεν έζησε να δει το δάσος της να καίγεται μαζί της ). Θυμάμαι καλοκαιρινές και χειμωνιάτικες μέρες, τους φίλους μαζεμένους, παραμονές Πρωτοχρονιάς και πάρτυ γενεθλίων.
Θέλω να πω ότι αυτός ο τόπος δεν ήταν ποτέ δικός μας, μάς είχε δοθεί μόνο ένα σπάνιο προνόμιο να τον χαιρόμαστε. Αυτός ο τόπος ανήκε στην αλεπού και την οικογένειά της, στα ζώα και τα πουλιά του δάσους, στη θάλασσα, στις ελιές και στα πεύκα, που πάντα, παρά την αλόγιστη δόμηση και την αισχρή μας συμπεριφορά απέναντί τους, βρίσκανε τρόπο να ζούνε και να μας το θυμίζουνε, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την ανωτερότητά τους.
Θα υπάρχει το σπίτι μας αύριο; Κι ακόμα κι αν υπάρχει, τι σημασία θα' χει, χωρίς το δάσος;
Καλύτερα να καιγόταν εκείνο και να γλύτωναν όλα τ' άλλα.


Build A Fire - KLF

Thursday, August 17, 2006

Another girl another planet........

Φεύγω διακοπές σε μια άλλη χώρα, με φίλους. Αεροδρόμια, έλεγχοι, πτήσεις (που τις σιχαίνομαι γιατι τις φοβάμαι). Ξενοδοχεία, hostels, πανσιόν, νοικιασμένο αυτοκίνητο, σάκοι στο πορτμπαγκάζ, είμαστε στο δρόμο. Πόλεις ξετυλίγονται δίπλα μας και γύρω μας, γεμάτες άλλους ανθρώπους, άλλες γλώσσες. Καιρός νεφελώδης και σχετικά ψυχρός. Οι πόλεις μου αρέσουν, νομίζω οτι η ζωή των ανθρώπων φαίνεται καλύτερα σε μια πόλη, η εξοχή είναι απλώς πιο φυσιολογική. Περνάμε μνημεία, ποτάμια, τείχη, μεγάλες πλατείες, στενές στοές. Βγαίνουμε τα βράδυα σε παρακμιακά σκοτεινά μπαρ, σε υπερλουσάτες κιτς αηδίες, σε στριμωγμένα από τον κόσμο πίσω δωμάτια. Ξυπνάμε νωρίς το πρωί και φευγουμε, βγαίνουμε εκτός. Πρασινάδα, κοπάδια, λειβάδια και βουνά (τρόπος του λέγειν, μην φανταστείτε και τα Ιμαλάια), θάλασσες και λίμνες, μικρά νησιά. Νοικιασμένα ποδήλατα στο νησί τη μοναδική μέρα που έχει έναν ήλιο να!! οπότε μας βγαίνει η γλώσσα. Τα βράδυα ανοίγουμε καμμιά τηλεόραση για κανένα δεκάλεπτο, να δούμε τι γίνεται στον πλανήτη. Η γνωστή φρίκη επικρατεί αλλά ο πόνος των ανθρώπων αφήνει τον τουρίστα απρόσβλητο, να κάνει έξυπνα σχόλια, που νομίζει ότι μπορούν να σώσουν τον κόσμο. Κάποια στιγμή αρχίζει η κούραση, η νύστα από τις 9 το βράδυ, οι μικρές προστριβές, μερικά αδικαιολόγητα νεύρα, αλλά συνεχίζουμε κι αυτό είναι το ωραίο με τα ταξίδια. Πάντα πρέπει να συνεχίζεις, να βρίσκεις έναν τρόπο να ξεπερνάς τις μικρές καθημερινές σου γελοιότητες και να φεύγεις.
Μετά μπορεί να τα θυμάσαι και να γελάς - ή να κλαίς, ποιός ξέρει;
Οι μέρες περνάν γρήγορα, σχεδιάζουμε πράγματα για την επομένη, αλλά η επομένη έχει το δικό της πρόγραμμα και αυτό πρέπει να ακολουθήσεις. Άνθρωποι μας πλησιάζουν, μας μιλούν, ρωτάνε από που είμαστε, δείχνουν περίεργοι και φιλικοί, άπειροι τουρίστες κατακλύζουν τους δρόμους, φυσάει παντού και ο καιρός δε λέει να βελτιωθεί.
Τα βράδια καμμιά φορά ονειρευόμαστε θάλασσες και αμμουδιές καυτές από τον ήλιο, την ζέστη του καλοκαιριού που νομίζεις οτι δεν μπορείς να αναπνεύσεις, αλλά δεν θέλω να γυρίσω πίσω - θέλω να μείνω στην πόλη με τα τείχη και το ποτάμι. Όμως οι μέρες περνάνε χωρίς να ρωτάνε. Επιστροφή στην πρωτεύουσα, μια μικρή αγωνία για τις πρόσφατες εξελίξεις στα αεροδρόμια, διαμονή σε φοβερό hostel με πορτιέρη που μετά τις 12 το βράδυ πρέπει να του δείξεις την κάρτα σου για να σ' αφήσει να μπεις ( Miami Vice!! ), ύπνος ο ένας πάνω στον άλλον και το πρωί συμβούλιο για την τουαλέτα. Φιλική τιμή: μόνο 27 € το κεφάλι. Αεροπλάνο και πάλι ( "τι ωραία που ήταν η εποχή των υπερωκεάνειων, αγαπητή Ιωσηφίνα!" ), στάση σε άλλη πόλη και άφιξη " στην πατρίδα" τα ξημερώματα.
Α! Είδαμε και μία ταινία.


Another Girl Another Planet - The Only Ones