THE BIG NOWHERE

ένα σημειωματάριο

Thursday, June 29, 2006

I fall for this season every time....

Τα απογεύματα του καλοκαιριού καθόμασταν στην βεράντα. Ο ήλιος δεν την έκαιγε πια και τα μαλλιά μας ήταν ακόμα βρεγμένα από τη θάλασσα. Ήταν επίσης έναν τόνο πιο ανοιχτά στο χρώμα και πολύ μας άρεσε. Τα αγόρια φορύσαν λινές παντελόνες και τα κορίτσια φαρδιά άσπρα φορέματα με βολάν. Ξαπλώναμε στις σεζ-λονγκ, πίναμε άσπρο κρασί και ζούσαμε μια ψευδαίσθηση αμερικάνικου νότου. Μόνο οι σκλάβοι λείπανε δυο οικόπεδα πιο πέρα να λιώνουνε μαζεύοντας βαμβάκι. Γύρω μας ένας ολόκληρος κόσμος ζούσε και πέθαινε αλλά εμείς επιμέναμε να ζούμε πεισματικά αθώοι στο σύμπαν που είχαμε δημιουργήσει και οι μόνες επαφές με τους έξω ήταν οι απολύτως απαραίτητες. Τρώγαμε και κοιμόμασταν όλοι μαζί και κάθε μέρα τα ξυπόλητα πόδια μας κατέβαιναν τις σκάλες για την θάλασσα τρέχοντας, για να μας πάνε για μπάνιο ή για να φωνάξουμε κανέναν ξεχασμένο που είχε αργήσει για φαγητό.
Ψήναμε κεικ, αδειάζαμε κάσες από μπύρες, κόβαμε παγωμένα καρπούζια- που κατά γενική ομολογία δεν τρώγονταν- και καταναλώναμε στρέμματα φρέσκου δυόσμου για να φτιάχνουμε mojito κάθε βράδυ. Εν ολίγοις κυκλοφορούσαμε σε μια σχεδον μόνιμη κατάσταση λάσπης και πάλι καλά που ήταν και η θάλασσα δίπλα, ρίχναμε καμμιά βουτιά και συνερχόμασταν.
Ένα βράδυ κάποιος εξαφανίστηκε, δεν θυμάμαι καθόλου το όνομά του τώρα, νομίζω όμως οτι είχε πανσέληνο γιατί όταν ξάπλωσα να κοιμηθώ έβλεπα το παράθυρο απέναντί μου σαν αφίσα σε τοίχο μίζερου φοιτητικού δωματίου ("Είναι τα Fidji τη νύχτα μωρό μου, θες να πάμε κι εμείς;"). Το πρωί κανείς δεν μπορούσε να τον βρεί αλλά δεν τρελαθήκαμε και στο ψάξιμο. Η εξαφάνιση ήταν η φυσική συνέχεια των πραγμάτων που τα έκαιγε ο ήλιος τόσο πολύ ώστε να μην μπορούμε να τα δούμε καθαρά μπροστά μας. Μπορεί να ήταν ακόμα εκεί, μπορεί και όχι. Συνεχίσαμε το καλοκαίρι μας κι όταν έπεσε η πρώτη βροχή, μαζέψαμε τα πράγματά μας, τα θάψαμε στην άμμο και χαθήκαμε στο χρόνο.

Wednesday, June 14, 2006

Oceans apart (?)

Χθες βράδυ ονειρεύτηκα οτι τριγυρνούσα στους δρόμους της πόλης με τον φίλο μου τον Α. Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που τον είδα για τελευταία φορά. Δεν μαλώσαμε, δεν συνέβη κανένα κοσμοιστορικό γεγονός, απλώς με τον μαγικό τρόπο που οι άνθρωποι έρχονται κοντά και απομακρύνονται, απομακρυνθήκαμε κι εμείς. Έχει δυό-τρείς μήνες που τον σκέφτομαι πολύ συχνά. Που να βρίσκεται; τι κάνει; είναι καλά; ζει ακόμα εδώ;ζει;( γιατί βρισκόμαστε και σε επικίνδυνη ηλικία ) κουβαλάει την ίδια τρέλα που κουβαλούσε για τις γυναίκες και για την ισπανική γλώσσα; μήπως τον απήγαγαν κι αυτόν τα τέρατα κάποια στιγμή; τα κατάφερε να ξεφύγει;
Αναρωτιέμαι τώρα τι μας κρατάει μακρυά όλο αυτό το διάστημα και απάντηση δεν βρίσκω, ξέρω όμως ότι όταν χάθηκε ο Φίνος, το βράδυ πριν τον βρούμε, πάλι τον Α. είδα στον ύπνο μου. Μήπως να κοιμάμαι όλη μέρα; Μια χαρά περνάω εκεί που τα όρια πέφτουνε και όλοι μαζί, νεκροί, ζωντανοί, εξαφανισμένοι, μαλωμένοι, γινόμαστε πάλι μια ομάδα που κάτι βρίσκει οτι την δένει, κάποιο λόγο ύπαρξης έχει.
Δεν ξέρω αν θα ξαναδώ τον Α. ποτέ, δεν ξέρω αν θα τον ψάξω, δεν ξέρω καν το γιατί ναι ή το γιατί όχι, αλλά ξέρω ότι όποτε τον βλέπω στον ύπνο μου κάτι καλό θα γίνεται κι έλπιζω τουλάχιστον εκεί, να τον βλέπω όσο πιο συχνά μπορώ. Ακριβώς όπως και πριν από τόσα χρόνια.