Πριν μια βδομάδα, η Χριστίνα είδε στην τηλεόραση μία εκτέλεση δι'απαγχονισμού (πραγματική, όχι αυτές των έργων). Αναστατώθηκε πολύ όπως ήταν φυσικό, αηδίασε με το ανθρώπινο είδος για άλλη μια φορά και το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί καλά. Στριφογύριζε για αρκετή ώρα, η αναπνοή της κοβόταν, κρύος ιδρώτας την έλουζε, μέχρι που δεν άντεξε άλλο, σηκώθηκε στα μαύρα μεσάνυχτα, πήρε το σκύλο της αγκαλιά και ξαναπροσπάθησε. Πέρασε μια φριχτή νύχτα. Τις ελάχιστες ώρες που κατάφερε να κλείσει τα μάτια της έβλεπε εφιάλτες, τον έναν μετά τον άλλον. Διαμελισμούς, τουφεκισμούς, βασανιστήρια, το Ιρακ να βομβαρδίζεται κι εκείνη να τρέχει μέσα σε φλεγόμενους δρόμους. Όλη η φρίκη της ανθρωπότητας πέρασε μέσα σ'αυτό το μικρό διάστημα. Τα ξημερώματα σηκώθηκε κουρέλι κι αυτή κι ο σκύλος της, που καταλαβαίνοντας τα πάντα, ούτε κι εκείνος ησύχασε. Έβαλε λίγη μουσική, κάθισε στο σαλόνι να χαλαρώσει κι αποφάσισε ότι καλύτερα να της κοβόταν το χέρι παρά να ξαναβάλει ειδήσεις στην τηλεόραση.
Δυο ώρες μετά κι αφού κάπως είχε ηρεμήσει, σηκώθηκε και πήγε να μαγειρέψει. Στο δρόμο για την κουζίνα κατάλαβε οτι κάτι δεν πήγαινε καλά. Συνειδητοποιήσε οτι παρ'όλο που χθες είχε δει ολόκληρο ντοκυμαντέρ του οποίου οι φοβερές εικόνες της εκτέλεσης είχαν εντυπωθεί πεντακάθαρα στη μνήμη της, δεν θυμόταν τίποτε άλλο. Δεν θυμόταν σε ποια χώρα είχαν γίνει ολα αυτά, δεν θυμόταν για ποιό λόγο είχαν κρεμάσει τους συγκεκριμένους, δεν θυμόταν ποιός είχε μιλήσει, τίποτα, τίποτα απολύτως πέρα από την αποτρόπαιη πράξη, τα μπλαβιασμένα πρόσωπα των κρεμασμένων και τα σώματά τους να αιωρούνται άψυχα, σαν κλαδάκια στον αέρα.
Δεν μαγείρεψε, δεν έκανε τίποτα. Όλη την υπόλοιπη μέρα την πέρασε με τις πιτζάμες στο σπίτι, προσπαθώντας να θυμηθεί και κατάλαβε οτι υπήρχαν και πολλά άλλα πράγματα που δεν θυμόταν. Η διεύθυνση του πατρικού της σπιτιού(ένας ποιητής, ποιός;), το όνομα της κολλητής της στο δημοτικό(αφού μιλάμε που και που με την......), ο αριθμός του αυτοκινήτου της (τον έμαθα απ'έξω με το που το αγόρασα), η δασκάλα της στο γυμναστήριο( από μια άλλη χώρα, από ποιά;). Στοιχεία που δεν φαινόταν με την πρώτη ξεχασμένα αλλά της ήταν αδύνατο να τα ανασύρει στην πραγματικότητά της, λες και κάποιες γραμμές επικοινωνίας με τη μνήμη της είχαν κοπεί.
Αφού πέρασε ο πρώτος πανικός αποφάσισε να δώσει στον εαυτό της μια ευκαιρία. Δεν έβλεπε κάθε μέρα τέτοια πράγματα, ίσως να της είχαν προκαλέσει μια μορφή σοκ. Ίσως αν ηρεμούσε λίγο και κοιμόταν κανονικά το επόμενο βράδυ, να διορθωνόταν η κατάσταση. Μετά γύρισε και κοίταξε τον σκύλο της. Δεν την κοιτούσε, περιμένοντας να παίξουν ως συνήθως. Τώρα κοιτούσε κάπου μέσα στο σπίτι, κοντά στο έπιπλο της τηλεόρασης αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει που. Ούτε μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που του είχε τραβήξει τόσο πολύ την προσοχή, αφού δεν φαινόταν τίποτα. Εκείνος όμως συνέχιζε να κοιτά με όρθια αυτιά, την ουρά μαζεμένη και τη γλώσσα να εξέχει από το στόμα του (ο σκύλος μου τρέμει, φοβάται, τι φοβάται;) .
Σηκώθηκε πήγε κοντά του και του χάιδεψε απαλά το κεφάλι. Το σκυλάκι τινάχτηκε, γύρισε, την κοίταξε κι έβαλε την γλώσσα του μέσα. Κούνησε χαρούμενα την ουρά του κι έτρεξε να φέρει το παιχνίδι του. Η Χριστίνα πλησίασε την περιοχή που κοιτούσε γύρω από την τηλεόραση, αλλά δεν είδε τίποτα. Μάλλον κι εκείνος ο καημένος τα'χε παίξει από το περιπετειώδες βράδυ.
Οι ώρες κύλησαν ήρεμα μέχρι το βράδυ. Δεν τόλμησε να ανάψει την τηλεόραση, ούτε καν να βάλει μια ταινία για να δει. Ήταν σαν η συσκευή να εξέπεμπε κάτι απροσδιόριστα κακό κι όποτε τύχαινε να πέσει το βλέμμα της εκεί αισθανόταν να ανατριχιάζει ελαφρά.
Όλη τη μέρα ο σκύλος της καθόταν ήρεμα δίπλα της. Δεν γάβγισε, ούτε σηκώθηκε να παίξει και κυρίως ούτε αυτός πλησίασε την τηλεόραση. Κατά τις 10 το βράδυ, σηκώθηκε ζαλισμένη από τον καναπέ. Διάβαζε όλη μέρα και το μόνο που είχε καταφέρει να φάει ήταν δυό φρυγανιές κι ένα πορτοκάλι. Αναρωτήθηκε μήπως μαγείρευε τίποτα αλλά βαριόταν, άσε που ούτε που ήθελε να το σκέφτεται ότι δεν θυμόταν σε ποιό ντουλάπι ήταν τα μακαρόνια ή σε ποιό συρτάρι τα μαχαιροπήρουνα.
Στάθηκε μπροστά στην μπαλκονόπορτα, την άνοιξε λίγο, ανάπνευσε τον καθαρό αέρα κι έριξε μια ματιά στα γύρω σπίτια. Ησυχία επικρατούσε στην περιοχή και μόνο κάπου από μακρυά ακουγόταν αχνά μουσική. Ένα πασίγνωστο κομμάτι, το οποίο φυσικά δεν θυμόταν.
Ζούσε σε μια ήρεμη περιοχή της πόλης με πολύ πράσινο, που ταίριαζε στην μοναχικότητά της και την βοηθούσε να αποτοξινώνεται από την επαφή με τον κόσμο που απαιτούσε η δουλειά της. Μερικές φορές σκεφτόταν πόσο μπορεί να της έλειπε ένας σύντροφος, να μοιράζεται μαζί του τα μικρά χαζά πράγματα της κάθε μέρας, αλλά από την άλλη πίστευε βαθιά μέσα της οτι όταν ερχόταν η ώρα του, θα γινόταν κι αυτό.
Πήρε μια τελευταία βαθιά αναπνοή, άφησε έναν αναστεναγμό κι έκλεισε την πόρτα. Γύρισε προς τα μέσα και είδε κάτι μαύρο να χύνεται από την τηλεόραση. Ο σκύλος της στεκόταν μπροστά του με ορθωμένο το τρίχωμα, σαν να ήταν καρφωμένος στο πάτωμα και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Το στόμα του ήταν ανοιχτό αλλά δεν έβγαινε κανένας ήχος κι η καταραμένη συσκευή έβγαζε συνέχεια αυτό το πηχτό αηδιαστικό πράγμα σαν ξεχειλισμένο σιφόνι και απλώνονταν στο πάτωμά της.
Η πρώτη της σκέψη ήταν να σώσει τον σκύλο της. Ούτε να φοβηθεί δεν πρόλαβε και όρμησε τρέχοντας προς το μέρος του, αλλά από τη βιασύνη της, γλίστρησε κι έπεσε μέσα στη λίμνη του υγρού. Το πράγμα την τύλιξε ολόκληρη, αφήνοντας μια ανατριχιαστική ζέστη στο δέρμα της. Στην αρχή δεν μπορούσε να δει τίποτα, ήταν σαν κάποιος να της είχε τύλίξει τα μάτια με μαύρη γάζα και σαν μια δίνη να την τραβούσε στον πάτο από....κάτι- τι; Συνειδητοποίησε όμως ότι παρόλο που βούλιαζε μέσα στο υγρό, ανέπνεε κανονικά (όσο κανονικά μπορεί να αναπνέει κάποιος που τα' χει παίξει από το φόβο του) και την πλημμύριζε μια φοβερή διαύγεια. Ξαφνικά όλες οι ξεχασμένες λεπτομέρειες της μέρας ήρθαν στο μυαλό της με τρομακτική ταχύτητα( Βαλαωρίτου-Λίνα-ΝΑΒ 3814-Χιλή-ντουλάπι τέρμα δεξιά-πρώτο συρτάρι-"Eleanor Rigby" ) και σαν κάτι να τραβήχτηκε πίσω στο κεφάλι της κι άρχισε να βλέπει καθαρά.
Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν μια μαύρη κουρτίνα μπροστά της. Βρισκόταν ξαπλωμένη σ'ένα περίεργα μαλακό μαύρο πάτωμα ενός μαύρου δωματίου (ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζε γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει τον χώρο) και κοίταζε προς τη μαύρη κουρτίνα. Άνοιξε το στόμα της να ουρλιάξει αλλά παρά την πίεση που αισθάνθηκε στα πνευμόνια της, δεν άκουσε τίποτα. Το μόνο που μπορούσε ν' ακούσει ήταν οι σκέψεις της που τρέχαν σαν τρελές στο κεφάλι της κι ο σκύλος της που γαύγιζε αλλά δεν φαινόταν πουθενά.
Τα μάτια της δάκρυσαν, περισσότερο απ' όλα μάλλον αυτό την στεναχωρούσε, οτι δεν ήξερε που βρισκόταν ο σκύλος της και τι τραβούσε κι εκείνος, αλλά τα δάκρυα πάγωσαν καθώς το γαύγισμα σταμάτησε απότομα κι η κουρτίνα άρχισε σιγά-σιγά να τραβιέται.
Αυτό που βγήκε από την κουρτίνα ήταν μάλλον άνθρωπος, αποφάσισε η Χριστίνα, αλλά ήταν μάλλον ένας ανατριχιαστικός άνθρωπος. Ήταν πολύ ψηλός, φορούσε ένα μαύρο πράγμα που δεν φαινόταν τι ακριβώς ήταν κι έτσι το μόνο που διέκρινε καθαρά ήταν το πρόσωπό του, που λες και περιφέρονταν μόνο του στο σκοτάδι. Δεν μπορούσε να πει αν ήταν άντρας ή γυναίκα κι αυτό για τη Χριστίνα ήταν πολύ ανατριχιαστικό.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί από που ξεκινούσε αυτός ο παράλογος φόβος όταν δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το φύλο. Ίσως επειδή μικρή είχε δει κρυφά το "Dressed To Kill" και από τότε δεν μπορούσε να το ξεχάσει, ίσως από κάτι άλλο που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει αλλά υπήρχε σαν τσίμπημα στο πίσω μέρος του μυαλού της.
Το πλάσμα την πλησίασε με μαλακές κινήσεις, σαν να κολυμπούσε μέσα στο χώρο. Η Χριστίνα άνοιξε πάλι το στόμα της κι άρχισε να βγάζει το άηχο ουρλιαχτό. Μπορεί να μην άκουγε τη φωνή της, ήταν όμως μια ανακούφιση ακόμα κι αυτό. Το πλάσμα έσκυψε πάνω της και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, χαμογελώντας σαρδώνια. Για μια στιγμή η Χριστίνα θα ορκιζόταν ότι ήταν άντρας με μεηκαπ, αλλά μετά η έκφραση και η κίνηση του κεφαλιού άλλαξε σε απόλυτη θηλυκότητα, έκλεισε τα μάτια, τα ξανάνοιξε και δυό χέρια με μαύρα νύχια βγήκαν από κάποιο σημείο των ρούχων του και απλώθηκαν στο πρόσωπό της. Έκλεισε τα μάτια της. Μπορούσε τώρα να καταλάβει το πλάσμα να τραγουδάει μέσα στο κεφάλι της. Στο δωμάτιο δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος αλλά στο μυαλό της γινόταν πάρτυ με Beatles κι ήταν τέτοια η χαρά της που μέσα σ' όλη αυτή την ξένη μαυρίλα άκουγε κάτι γνώριμο, που αν μπορούσε θα είχε αρχίσει κι αυτή να τραγουδάει, αλλά αντί γι αυτό προτίμησε να λιποθυμίσει από ανακούφιση.
Όταν ξύπνησε ήταν πεσμένη στο πάτωμα μπροστά στην τηλεόραση κι ούτε ίχνος από αυτά που είχε δει. Της πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να χτύπησε το κεφάλι της πέφτοντας, αλλά σηκώθηκε όρθια, είδε το σκύλο της δίπλα να την κοιτά χαρούμενος και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να μιλήσει, αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου, μέσα της άκουγε πια τα πάντα και δεν χρειαζόταν να φοβάται τίποτα. Πήγε στο μπάνιο, άνοιξε ένα ντουλαπάκι κι άρχισε να ψάχνει βιαστικά. Όταν το βρήκε, το πήρε μαζί της, πήγε στο καθιστικό, πήρε το σκύλο της, έκατσε στον καναπέ μαζί του κι άρχισε να βάφει τα νύχια της μαύρα.