I fall for this season every time....
Τα απογεύματα του καλοκαιριού καθόμασταν στην βεράντα. Ο ήλιος δεν την έκαιγε πια και τα μαλλιά μας ήταν ακόμα βρεγμένα από τη θάλασσα. Ήταν επίσης έναν τόνο πιο ανοιχτά στο χρώμα και πολύ μας άρεσε. Τα αγόρια φορύσαν λινές παντελόνες και τα κορίτσια φαρδιά άσπρα φορέματα με βολάν. Ξαπλώναμε στις σεζ-λονγκ, πίναμε άσπρο κρασί και ζούσαμε μια ψευδαίσθηση αμερικάνικου νότου. Μόνο οι σκλάβοι λείπανε δυο οικόπεδα πιο πέρα να λιώνουνε μαζεύοντας βαμβάκι. Γύρω μας ένας ολόκληρος κόσμος ζούσε και πέθαινε αλλά εμείς επιμέναμε να ζούμε πεισματικά αθώοι στο σύμπαν που είχαμε δημιουργήσει και οι μόνες επαφές με τους έξω ήταν οι απολύτως απαραίτητες. Τρώγαμε και κοιμόμασταν όλοι μαζί και κάθε μέρα τα ξυπόλητα πόδια μας κατέβαιναν τις σκάλες για την θάλασσα τρέχοντας, για να μας πάνε για μπάνιο ή για να φωνάξουμε κανέναν ξεχασμένο που είχε αργήσει για φαγητό.
Ψήναμε κεικ, αδειάζαμε κάσες από μπύρες, κόβαμε παγωμένα καρπούζια- που κατά γενική ομολογία δεν τρώγονταν- και καταναλώναμε στρέμματα φρέσκου δυόσμου για να φτιάχνουμε mojito κάθε βράδυ. Εν ολίγοις κυκλοφορούσαμε σε μια σχεδον μόνιμη κατάσταση λάσπης και πάλι καλά που ήταν και η θάλασσα δίπλα, ρίχναμε καμμιά βουτιά και συνερχόμασταν.
Ένα βράδυ κάποιος εξαφανίστηκε, δεν θυμάμαι καθόλου το όνομά του τώρα, νομίζω όμως οτι είχε πανσέληνο γιατί όταν ξάπλωσα να κοιμηθώ έβλεπα το παράθυρο απέναντί μου σαν αφίσα σε τοίχο μίζερου φοιτητικού δωματίου ("Είναι τα Fidji τη νύχτα μωρό μου, θες να πάμε κι εμείς;"). Το πρωί κανείς δεν μπορούσε να τον βρεί αλλά δεν τρελαθήκαμε και στο ψάξιμο. Η εξαφάνιση ήταν η φυσική συνέχεια των πραγμάτων που τα έκαιγε ο ήλιος τόσο πολύ ώστε να μην μπορούμε να τα δούμε καθαρά μπροστά μας. Μπορεί να ήταν ακόμα εκεί, μπορεί και όχι. Συνεχίσαμε το καλοκαίρι μας κι όταν έπεσε η πρώτη βροχή, μαζέψαμε τα πράγματά μας, τα θάψαμε στην άμμο και χαθήκαμε στο χρόνο.